02 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ - ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΚΙΝΔΥΝΩΝ

 
Οἱ Ἅγιοι Ἀκίνδυνος, Ἀφθόνιος, Πηγάσιος, Ἐλπιδοφόρος 
(ἢ Ἐλπιδηφόρος) καὶ Ἀνεμπόδιστος 

ταν ξιωματοχοι το Πέρσου βασιλι Σαπρ το Β’. πειδή, μως, μολόγησαν τι εναι χριστιανοί, συνελήφθησαν κα μαστιγώθηκαν σκληρά. πειτα, τος ριξαν στς φλόγες μις μεγάλης φωτις. λλ ο θερμς δεήσεις τους πρς τν Θε προκάλεσαν φοβερ θύελλα μ βροχή, πο σβησε τν φωτιά. Ατ προκάλεσε φόβο στος Πέρσες, κα τν διο τ Σαπώρ, μ ποτέλεσμα να’ ναβάλει, τν θάνατο τν γενναίων χριστιανν.

 Ἀλλ μετ μερικς μέρες, τος φερε κα πάλι στ κριτήριο. φο εδε τι δν μποροσε ν λλάξει τ χριστιανικό τους φρόνημα, ποκεφάλισε πρτο τν φθόνιο. πειτα, πευθυνόμενος στν λπιδοφόρο, το επε ν φανε λογικός, σν γγράμματος πο ταν κα μποροσε ν διακρίνει τ ψέμα π τν λήθεια. λπιδοφόρος του ποκρίθηκε τι γι’ ατ κριβς πιστεύει στν Χριστό, διότι Ατς εναι « δς κα λήθεια κα ζωή». Δηλαδ σωστς δρόμος, πο δηγε στν πόλυτη λήθεια κα στν πραγματικ κα πηγαία ζωή, πο ξίζει κανες ν πεθάνει γι’ ατή.

 Ἡ πάντηση το λπιδοφόρου ξαγρίωσε τν Σαπρ κα μέσως τν ποκεφάλισε. Ο θυσίες ατς νθάρρυναν κόμα περισσότερο τος πολοίπους, κα μειναν κλόνητοι στν πίστη τους. Τότε Σαπρ διέταξε ν τος ρίξουν μέσα σ ναμμένο καμίνι.
τσι, μαρτυρικ κα νδοξα, παρέδωσαν λοι τν μακαρία ψυχή τους στ ζωοδότη Χριστό.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἀκίνδυνον μέλψωμεν, σὺν Ἀφθονίῳ ὁμοῦ, κλεινὸν Ἀνεμπόδιστον, Ἐλπιδηφόρον στερρόν, Πηγάσιον ἔνδοξον· οὗτοι γὰρ ἀκινδύνως, ἐξ ἀφθόνου κρατῆρος, πηγάζουσι τοῖς ἐλπίδι, ἀρραγεῖ προσιοῦσι, χαρίτων ἀνεμποδίστων, κρήνην θεόβρυτον.