–Σήκω, Ἰωσήφ, τοῦ λέγει, παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα του καὶ φύγε. Φύγε μακριά, στὴν Αἴγυπτο. Φύγε ἀμέσως, διότι ὁ Ἡρώδης ψάχνει νὰ βρῆ τὸ παιδίον γιὰ νὰ τὸ θανατώσῃ....
Μποροῦμε ἆραγε νὰ σκεφθοῦμε τὴν ὥρα αὐτὴ πόσο δοκιμάσθηκε ἡ πίστι τοῦ Ἰωσήφ, τοῦ σώφρονος καὶ δικαίου; Ἀκούει ἀπὸ τὸν ἄγγελο τοῦ Θεοῦ ὅλα αὐτὰ καὶ δὲν σκανδαλίζεται.
Πρὶν ἀπὸ λίγους μῆνες ἄκουσε πάλι ἀπὸ ἄγγελο τοῦ Θεοῦ ὅτι τὸ παιδὶ ποὺ θὰ γεννηθῇ ἀπὸ τὴν Παρθένο Μαριάμ, «σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν». Καὶ τώρα ἀκούει πάλι ἀπὸ ἄγγελο ὅτι αὐτὸς ποὺ θὰ σώσῃ πρέπει νὰ σωθῇ, διότι κινδυνεύει ἀπὸ τὴν δολοφονικὴ μάχαιρα τοῦ Ἡρώδη.
Ὁ Ἰωσὴφ ὅμως οὔτε σκανδαλίζεται οὔτε διαμαρτύρεται οὔτε ζητεῖ ἐξηγήσεις. Δὲν λέει ἀπολύτως τίποτε. Ὑποτάσσεται στὴν προσταγὴ τοῦ ἀγγέλου, σηκώνεται ἀμέσως μέσα στὴν νύκτα, παραλαμβάνει τὴν Θεοτόκο καὶ τὸ παιδίον καὶ ἀναχωρεῖ ἀστραπιαῖα γιὰ τὴν Αἴγυπτο. Καὶ ὁδοιπορεῖ τουλάχιστον δέκα ἡμέρες μέχρι νὰ φθάσῃ στὰ αἰγυπτιακὰ σύνορα ἔχοντας ἐπάνω του τὴν εὐθύνη γιὰ τὴν ἐκτέλεσι τῆς θείας ἐντολῆς καὶ τὸ φορτίο τῆς δοκιμασίας ποὺ καλεῖται νὰ σηκώσῃ ὁ ἴδιος. Καὶ γίνεται φυγὰς καὶ καταζητούμενος καὶ μετανάστης. Καὶ ὑπόδειγμα ὑπακοῆς καὶ ἀποδοχῆς τῆς δοκιμασίας. Διότι ὁ Ἰωσὴφ ἦταν ἄνθρωπος πίστεως καὶ ταπεινώσεως. Ἦταν σώφρων καὶ δίκαιος. Ὅπως λέγει ἕνα σχετικὸ τροπάριο, ὁ Ἰωσὴφ «δίκαιος ὑπάρχων, δικαίαις ὁδοῖς τοῦ δικαίου Δεσπότου πεπόρευται», γιὰ νὰ συνυπουργήσῃ, νὰ διακονήσῃ δηλαδὴ στὸ μέγα μυστήριο ἀπὸ τὸ ὁποῖο λυτρώθηκε ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος. Καὶ πορεύεται πρὸς τὴν Αἴγυπτο «χαίρων καθυπείκων τοῖς θείοις προστάγμασιν». Σηκώνει τὴν δοκιμασία του αὐτὴ μὲ χαρὰ καὶ μὲ ὑπακοή.
Καὶ μᾶς διδάσκει ὁ σώφρων Ἰωσὴφ νὰ μὴ ταρασσώμαστε κι ἐμεῖς ὅταν καλούμαστε νὰ βαστάξουμε κάποια δοκιμασία ποὺ μᾶς καλεῖ ὁ Θεὸς νὰ σηκώσουμε. Ἀλλὰ νὰ τὴν ὑπομένουμε μὲ γενναιότητα, ταπείνωσι, πίστι καὶ χαρά. Διότι κι ἐμεῖς στὸ δρόμο μας εἶναι βέβαιο ὅτι θὰ συναντήσουμε πειρασμοὺς καὶ ἐπιβουλές. Καὶ πολὺ περισσότερο ὅσοι διακονοῦμε σὲ κάποιο πνευματικὸ ἔργο, θὰ συναντήσουμε περισσότερους κινδύνους καὶ πειρασμούς, ποὺ κάποτε θὰ μᾶς φαίνωνται σκληροὶ καὶ ἀνυπόφοροι. Σ’ αὐτὲς λοιπὸν τὶς ὧρες τῆς δοκιμασίας, ἂς ἐμπνεώμαστε ἀπὸ τὸν Ἰωσὴφ τὸν δίκαιο κι ἂς ζητοῦμε νὰ μεσιτεύῃ καὶ γιὰ μᾶς, ὥστε νὰ βαστάζουμε μὲ πίστι καὶ ὑπομονὴ τὶς δοκιμασίες μας.
Ὁ Ἡρώδης ἤθελε ὁπωσδήποτε νὰ θανατώσῃ τὸν τεχθέντα βασιλέα. Ὅμως αὐτή του ἡ μανία ἦταν ἐξ ἀρχῆς ἀνόητη. Διότι τὸ πιὸ συνετὸ ποὺ θὰ εἶχε νὰ κάνῃ ἦταν νὰ φοβηθῇ καὶ νὰ συμμαζευθῇ. Καὶ τὸ κυριώτερο, νὰ καταλάβῃ ὅτι προσπαθεῖ νὰ τὰ βάλῃ μὲ τὸν Θεό. Διότι ἄκουσε ἀπὸ τοὺς Μάγους ὅτι ἀστέρι προμήνυσε τὴν γέννησι τοῦ παιδίου. Τοῦ εἶπαν καὶ οἱ ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς ὅτι οἱ προφῆται προαναγγέλλουν τὴν γέννησι τοῦ Μεσσίου στὴ Βηθλεέμ. Ἔπρεπε λοιπὸν ὁ Ἡρώδης τουλάχιστον νὰ προβληματισθῇ καὶ νὰ καταλάβῃ ὅτι κάτι τὸ ὑπερφυσικὸ συμβαίνει. Ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε εὐκαιρίες καὶ τὰ κατάλληλα φάρμακα γιὰ νὰ συνετισθῇ. Ἀλλὰ ἡ ψυχή του ἀπὸ τὰ μεγάλα καὶ σκληρὰ πάθη εἶχε πλέον καταστῆ ἀνίατος. Καὶ ἀντὶ νὰ θεραπευθῇ σκληραίνει περισσότερο, μεγαλώνει ἡ μανία του καὶ ἡ ἀφροσύνη του.
Ἀσφαλῶς μετὰ τὴν σφαγὴ τῶν νηπίων πολλοὶ θὰ ἐνόμιζαν πὼς ὁ Ἡρώδης ἐνίκησε, ἐπέτυχε τὸν σκοπό του. Πόσο διαφορετικὴ ὅμως ἦταν ἡ πραγματικότης!
Ὁ τεχθεὶς βασιλεύς, ὁ βασιλεὺς τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς ἦταν ὁ νικητής. Καὶ ὁ βασιλεὺς Ἡρώδης εἶχε χάσει τὴν μάχη, εἶχε χάσει καὶ τὴν ψυχή του. Καὶ ἐπλήρωσε πολὺ ἀκριβὰ τὴν σκληρότητά του καὶ τὴν μανία του. Εἶχε ἕναν ἀπὸ τοὺς πιὸ φρικτοὺς θανάτους ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἔχῃ ἄνθρωπος. Ψηνόταν ἀπὸ ὑψηλὸ πυρετό, σφάδαζε στοὺς πόνους, ὑπέφερε ἀπὸ δυσεντερία, ἔγινε «σκωλήκων βρῶμα καὶ δυσωδία», καθὼς σάπισαν μέλη τοῦ σώματός του. Καὶ μὲ ἀφόρητη δύσπνοια καὶ τρόμο καὶ σπασμὸ τῶν μελῶν του ξεψύχησε ὁ διώκτης τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς ποὺ ἐνόμισε ὅτι μπορεῖ νὰ τὰ βάλῃ μὲ τὸν Θεό. Τὴν ἴδια κατάληξι ἔχουν συνήθως ὅλοι οἱ διῶκται τοῦ τεχθέντος βασιλέως. Πάντοτε ἀκούεται καὶ γιὰ ὅλους αὐτοὺς τὸ οὐράνιο μήνυμα: «τεθνήκασιν οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου». Μὴν ταρασσώμαστε λοιπόν. Οἱ διῶκται φεύγουν. Ὁ Χριστὸς μένει. Διότι εἶναι ὁ θεάνθρωπος νικητὴς τοῦ κόσμου καὶ ὁ ρυθμιστὴς τῆς ἱστορίας.