ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 24 Φεβρουαρίου 2019
(Τῆς Κυριακῆς τοῦ Ἀσώτου)
 (Λουκ. ιε΄ 11-32)
<< Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύ­την· ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς. καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον. καὶ μετ᾿ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως. δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι. καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους. καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ. εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι! ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου· οὐκ­έτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐ­­­­πέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱός· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου. εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, καὶ ἐνέγ­καντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν, ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. καὶ ἤρξαν­το εὐφραίνεσθαι. Ἦν δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ, ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν, καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν. ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρί· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ· ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ᾿ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν· εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. >> 

1. Στὴ χώρα τῆς στέρησης
Δεύτερη Κυριακὴ τοῦ Τριωδίου, Κυριακὴ τοῦ Ἀσώτου· ἡ Ἐκκλησία μᾶς παραθέτει πλούσια πνευματικὴ τράπεζα: τὴν περίφημη Παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου, ἀπὸ τὸ 15ο κεφάλαιο τοῦ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγελίου, τὸ κεφάλαιο τῆς Χάριτος καὶ τοῦ θείου ἐλέους.

Ἕνας ἄνθρωπος, λέει ὁ Κύριος στὴν Παραβολή, εἶχε δύο γιούς. Κάποτε ὁ νεότερος εἶπε στὸν Πατέρα: «Πατέρα, δῶσ᾿ μου τὸ μέρος τῆς περιουσίας ποὺ μοῦ ἀνήκει». Πράγματι, ὁ πατέρας διένειμε τὴν περιουσία στοὺς γιούς του. Κι ἔπειτα ἀπὸ λίγες ἡμέρες ὁ νεότερος τὰ μάζεψε ὅλα καὶ ἔφυγε σὲ μακρινὴ χώρα....

Ἐκεῖ ἐπιδόθηκε σὲ ἄσωτη ζωὴ καὶ ξόδεψε τὰ πάντα. Ἐπιπλέον «ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρός», ἔπεσε μεγάλη πείνα σ᾿ ἐκείνη τὴ χώρα, «καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι»· ἄρχισε νὰ στερεῖται. Ζήτησε δουλειὰ τὸ πρώην ἀρχοντόπουλο, καὶ βρῆκε τὴ χειρότερη καὶ πιὸ περιφρονημένη: τὸν ἔστειλαν νὰ βόσκει χοίρους. Ἀλλὰ κι ἐκεῖ δὲν χόρταινε· ἐπιθυμοῦσε νὰ χορτάσει ἀπὸ τὰ ξυλοκέρατα ποὺ ἔριχναν στοὺς χοίρους, ἀλλὰ κανεὶς δὲν τοῦ ἔδινε.

Ἴσως σκεφθεῖ κανεὶς ὅτι ὁ νέος αὐτὸς ὑπῆρξε ἄτυχος. Θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ μὴν πέσει πείνα σ᾿ αὐτὴ τὴ χώρα καὶ τέλος πάντων νὰ ἔβρισκε τὰ μέσα πρὸς τὸ ζῆν. Σὲ ὁποιαδήποτε χώρα τῆς γῆς θὰ μποροῦσε νὰ γίνει αὐτό, στὴ χώρα τῆς ἁμαρτίας ὅμως ὄχι. Στὴ χώρα τῆς ἁμαρτίας μετὰ ἀπὸ σύντομη ἀπόλαυση ἔρχεται πάντοτε, μὰ πάντοτε, μεγάλη πείνα, στέρηση, ἐξαθλίωση. Καὶ τὸ κατάντημα τοῦ ἄσωτου υἱοῦ εἶναι τὸ κατάν­τημα ὄχι μόνο ἐκείνου ποὺ κάνει ἀσωτίες ἀλλὰ τοῦ κάθε βαριὰ ἁμαρτωλοῦ ποὺ μένει ἀμετανόητος – τὸ ὁποῖο βέβαια σὲ κάποιο βάθμο ὅλοι γευόμαστε κατὰ τὸ μέτρο τῆς ἁμαρτωλότητός μας.

Αὐτὴ εἶναι ἡ ἁμαρτία ποὺ ἐξυμνεῖ καὶ τραγουδάει ὁ κόσμος: λίγη ἡδονὴ στὴν ἀρχή, καὶ κατόπιν ἀπέραντη στέρηση. Αὐτὴ εἶναι ἡ φύση τῆς ἁμαρτίας: ἡ στέρηση κάθε ἀγαθοῦ, τῆς χαρᾶς, τῆς εἰρήνης, τῆς ζωῆς. Γιατὶ ὁ Θεὸς εἶναι ἡ πηγὴ κάθε ἀγαθοῦ· καὶ ἡ ἁμαρτία εἶναι ἄρνηση τῆς κοινωνίας μὲ τὸν Θεό.

2. Ἡ σωτήρια μετάνοια
Ἀλλὰ ὁ ἄσωτος υἱὸς ἦλθε κάποτε «εἰς ἑαυτόν»· ἦλθε στὰ σύγκαλά του, ἦλθε σὲ ἐπίγνωση τῆς καταστάσεώς του, καὶ εἶπε: «Πόσοι μισθωτοὶ τοῦ πατέρα μου ἔχουν ἄφθονη τροφή, ἐνῶ ἐγὼ πεθαίνω τῆς πείνας!». Ἀναγνώρισε δηλαδὴ ὅτι ἡ ἐπιλογή του ἦταν λανθασμένη, καὶ θέλησε νὰ ἐπανορθώσει. Ἀποφάσισε νὰ ἐπιστρέψει στὸ πατρικὸ σπίτι, νὰ ὁμολογήσει τὸ λάθος του μπροστὰ στὸν Πατέρα ποὺ τόσο εἶχε πικράνει, καὶ νὰ ἐκφράσει τὴ σταθερὴ πλέον ἐπιθυμία του νὰ εἶναι μαζί Του ὡς ὁ τελευταῖος, νὰ γίνει μισθωτός – μόνο νὰ εἶναι μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα. Τὸ ἀποφάσισε καὶ τὸ ἔπραξε, τὸ τόλμησε. Πῆρε τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς.

Ἡ μετάνοια λοιπὸν δὲν εἶναι τὸ συν­αίσθημα τῶν ἀποτυχημένων, δὲν εἶναι ἀπόγνωση, οὔτε κατάθλιψη ἢ ἄρνηση τῆς χαρᾶς τῆς ζωῆς, ἀλλὰ τὸ ἀκριβῶς ἀν­τίθετο: νηφάλια ἀξιολόγηση τῆς ἁμαρ­­τίας, ταπεινὴ παραδοχὴ τῆς ἐνοχῆς μας, ἐπιμονὴ στὴν ἐλπίδα, ἐπιστροφὴ στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ· εἶναι τὸ μεγάλο «ναὶ» στὴ θεία ἀγάπη.

3. Ὁ πιὸ στοργικὸς Πατέρας τοῦ κόσμου
Ἐνῶ ἦταν ἀκόμη μακριὰ ἀπὸ τὸ σπίτι ὁ Ἄσωτος, ὁ Πατέρας τὸν εἶδε, τὸν ἀ­ναγνώρισε καὶ τὸν σπλαχνίσθηκε. Πῶς τὸν εἶδε; Ἀπὸ τότε ποὺ εἶχε φύγει ὁ γιός του, κάθε μέρα παρατηροῦσε μὲ πόνο τὸν δρόμο μήπως ἐπιστρέψει. Τὸν εἶδε καὶ δὲν ἀγανάκτησε, ἀλλὰ σκίρ­τησε ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸ παιδί του· «καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν». Ἔτρεξε, ἔπεσε πάνω στὸ ἄθλιο, κουρελιασμένο, βρώμικο παιδί Του ποὺ Τοῦ εἶχε δείξει τέτοια συμπεριφορά, καὶ τὸν φίλησε μὲ πολλὴ στοργή.

Ὁ γιὸς ὁμολόγησε τὴν ἐνοχή του, ἀλλὰ ὁ Πατέρας τὸν διέκοψε: «Φέρτε τὴν πρώτη στολή…». Ὄχι μισθωτός, ἀλλὰ ξανὰ γιός μου μὲ ὅλα τὰ δικαιώματα. Πλήρης ἀποκατάσταση! «Καὶ στρῶστε τραπέζι γιὰ νὰ γιορτάσουμε, διότι ὁ γιός μου αὐτὸς ἦταν νεκρὸς καὶ ἐπανῆλθε στὴ ζωή, ἦταν χαμένος καὶ βρέθηκε».

Ὁ ἀπειροτέλειος Θεὸς φέρεται μὲ ἀκατανόητη στοργὴ στὸν ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο ποὺ τώρα ἐπιστρέφει σ᾿ Αὐ­τὸν μετανοημένος!… Ποιὸς μπορεῖ νὰ μετρήσει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ; Ποιὸς μπορεῖ νὰ χωρέσει στὴ διάνοιά του μιὰ τόσο μεγάλη ἀγάπη;


Πηγή: < https://www.osotir.org/ >