Η Ιερά Μονή Σινά στο επίκεντρο: Ιστορία, θεσμική αυτονομία και διεθνής προστασία
Του Αρχιμανδρίτη Αθηναγόρα Σουπουρτζή
Καθηγητή Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου
Θεολογικής Ακαδημίας Volyn Ουκρανίας-
Επισκέπτη Καθηγητή Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Αθηνών
Η Ιερά Μονή Θεοβαδίστου Όρους Σινά, γνωστή ως Μονή της Αγίας Αικατερίνης, βρίσκεται ξανά στο επίκεντρο του δημόσιου ενδιαφέροντος. Στην καρδιά της ερήμου, εκεί όπου ο Μωυσής παρέλαβε τις Δέκα Εντολές, η Μονή δεν αποτελεί ιερό τόπο προσευχής, αλλά και παγκόσμιο σημείο αναφοράς για τον Ελληνισμό, την Ορθόδοξη Εκκλησία και τον πολιτισμό. Από τον 6ο αιώνα, όταν ιδρύθηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό, έως σήμερα, η Μονή παραμένει ζωντανός θεματοφύλακας εκκλησιαστικής και μοναστικής παράδοσης και κιβωτός ανεκτίμητων θησαυρών τέχνης και γραμματείας. Στους αιώνες, το Σινά υπήρξε μοναδικό πνευματικό καταφύγιο, αλλά και τόπος διαλόγου πολιτισμών, συνδέοντας Ανατολή και Δύση.
Η πρόσφατη κρίση γύρω από το κανονικό και νομικό καθεστώς της Μονής ανέδειξε την ανάγκη μίας ψύχραιμης, θεσμικά επεξεργασμένης και διπλωματικά ισορροπημένης στρατηγικής. Δεν πρόκειται για περιστασιακό γεγονός, αλλά για πρόκληση που αγγίζει ζητήματα διοικητικής αυτονομίας, πολιτιστικής προστασίας και διεθνούς συνεργασίας. Το κρίσιμο ερώτημα είναι πώς θα διασφαλισθεί η ιστορική αποστολή της Μονής στον 21ο αιώνα, με σεβασμό στον πνευματικό της χαρακτήρα και τη θεσμική της αυτοτέλεια.
Η τελευταία παρέμβαση του Ηγουμένου και Αρχιεπισκόπου Σιναίου Δαμιανού διαμορφώνει ένα συνεκτικό πλαίσιο θεσμικής ενίσχυσης. Κεντρικές προτεραιότητες αποτελούν η αναγνώριση από την Αίγυπτο της sui generis νομικής υπόστασης της Μονής, η προστασία του θρησκευτικού χαρακτήρα των κειμηλίων, η διασφάλιση της αιγυπτιακής υπηκοότητας του εκάστοτε Αρχιεπισκόπου και Ηγουμένου, καθώς και η εμβάθυνση της τριμερούς συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας, Αιγύπτου και της ίδιας της Μονής. Η κανονική της αυτονομία, όπως έχει επικυρωθεί ήδη από το σιγίλλιο του Πατριάρχη Γαβριήλ Δ΄ (1782), συνιστά ακρογωνιαίο λίθο της πνευματικής της αποστολής.
Στο πλαίσιο αυτό, η ψήφιση του Ν. 5224/2025, με τον οποίο συστάθηκε το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου “Ελληνορθόδοξη Ιερά Βασιλική Αυτόνομη Μονή του Αγίου και Θεοβαδίστου Όρους Σινά στην Ελλάδα”, με έδρα το Μετόχιο της Μονής στην Αθήνα, αποτελεί θεσμικό ορόσημο. Η κυβέρνηση διασφάλισε τη θεσμική θωράκιση της Μονής, ενώ η συμβολή της Γενικής Γραμματείας Θρησκευμάτων του Υπουργείου Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού υπήρξε καθοριστική στη διαμόρφωση ενός ισορροπημένου νομικού πλαισίου, που ανταποκρίνεται τόσο στις εθνικές όσο και στις διεθνείς διαστάσεις του ζητήματος.
Στο πλαίσιο της εκκλησιαστικής διπλωματίας, η Μονή Σινά λειτουργεί ως μοναδικό σημείο συνάντησης Ανατολής και Δύσης. Η διεθνής πολιτιστική της ακτινοβολία, σε συνδυασμό με τη στρατηγική της θέση, την καθιστούν παράγοντα σταθερότητας και συνεργασίας. Προτείνεται η ενίσχυση των διμερών διαβουλεύσεων Ελλάδας–Αιγύπτου και η εξέταση μίας ειδικής διακρατικής συμφωνίας, που θα διασφαλίζει την αυτονομία, τη βιωσιμότητα, την περιουσιακή προστασία και τον πνευματικό χαρακτήρα της Μονής, αξιοποιώντας το καθεστώς προστασίας της Σύμβασης της UNESCO.
Η Ιερά Μονή Σινά δεν είναι απλώς ένα μοναστικό ίδρυμα. Είναι σύμβολο της ιστορικής συνέχειας του Ελληνισμού, πνευματικός φάρος της Ορθοδοξίας και παγκόσμιο σημείο πολιτιστικής κληρονομιάς. Η προστασία της αποστολής της υπερβαίνει πρόσωπα και συγκυρίες, καθώς αφορά το μέλλον της Ορθοδοξίας και τον πολιτισμικό χαρακτήρα της διεθνούς κοινότητας.
