H Ελληνορθόδοξη Μονή του Σινά και οι προκλήσεις
μιας “ουδέτερης” διακήρυξης
(Π. Αθηναγόρα Σουπουρτζή)
Η πρόσφατη δημόσια διακήρυξη κορυφαίων πανεπιστημιακών
προσωπικοτήτων υπέρ της Ιεράς Μονής Αγίας Αικατερίνης του Σινά συνιστά
μια πράξη υψηλού συμβολισμού και αξιέπαινης ακαδημαϊκής εγρήγορσης.
Ωστόσο, η παράλειψη κρίσιμων νομικών και κανονικών παραμέτρων δημιουργεί
έναν ερμηνευτικά προβληματικό χώρο που επιτρέπει την υπονόμευση του
ειδικού θεσμικού καθεστώτος της Μονής.
Στο
παρόν άρθρο επιχειρώ να καταδείξω, μέσα από μια συστηματική προσέγγιση
του εκκλησιαστικού δικαίου και του διεθνούς δημοσίου δικαίου ότι:
–
Η Ιερά Μονή του Σινά δεν είναι απλώς ένας τόπος προσκυνηματικής
αναφοράς αλλά ένα sui generis εκκλησιαστικό υποκείμενο με θεσμικά
διασφαλισμένη διοικητική, πνευματική και ιδιοκτησιακή αυτοτέλεια.
–
Η αναγωγή της σε «ουδέτερο» ή «χριστιανικό» προσκύνημα για όλες τις
χριστιανικές ομολογίες, ερήμην της ιστορικά κατοχυρωμένης ελληνορθόδοξης
φυσιογνωμίας, συνιστά υπαρξιακή απειλή για την κανονική της υπόσταση.
–
Η απουσία ρητής αναφοράς στη νομική κυριότητα, στα τεκμήρια ιστορικής
κατέχουσας (possession immémoriale) και στο καθεστώς κανονικής
αυτοδιοίκησης υπονομεύει τη δυνατότητα της Μονής να προβληθεί νομικά ως
φορέας προστατευόμενων ελευθεριών στο πλαίσιο της ΕΣΔΑ και της UNESCO.
Η
ελληνική πολιτεία, ασκούσα δικαίωμα εποπτείας (droit de regard) επί της
Μονής, έχει την ευθύνη να διατυπώνει δημόσιο λόγο όχι μόνο ηθικής
ευαισθησίας, αλλά νομικής ακρίβειας και θεσμικής διεκδίκησης.
Η
διαφύλαξη του ελληνορθόδοξου χαρακτήρα της Μονής του Σινά δεν αποτελεί
ένα ζήτημα εσωτερικής εκκλησιαστικής ρύθμισης. Πρόκειται για πολυεπίπεδο
ζήτημα διεθνούς δικαίου και εκκλησιακής κανονικότητας, που απαιτεί
νομική εγρήγορση, θεσμική οριοθέτηση και κανονική ευθυκρισία.
ΔΕΙΤΕ ΟΛΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ <ΕΔΩ>
