<<Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ λέγων· διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός. τὰς ἐντολὰς οἶδας· μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου. ὁ δὲ εἶπε· ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου. ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἔτι ἕν σοι λείπει· πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι. ὁ δὲ ἀκούσας ταῦτα περίλυπος ἐγένετο· ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα. ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς περίλυπον γενόμενον εἶπε· πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰσελεύσονται εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ! εὐκοπώτερον γάρ ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ραφίδος εἰσελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν. εἶπον δὲ οἱ ἀκούσαντες· καὶ τίς δύναται σωθῆναι; ὁ δὲ εἶπε· τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν.>>
Ὁ Κύριος τότε τὸν ρώτησε: «Γιατί μὲ προσφωνεῖς “ἀγαθό”, ἀφοῦ μὲ θεωρεῖς ἕναν ἁπλὸ ἄνθρωπο; Κανεὶς δὲν εἶναι ἀπολύτως ἀγαθός, παρὰ μόνο ἕνας, ὁ Θεός». Καὶ στὴ συνέχεια τοῦ ἀπάντησε στὸ ἐρώτημα ποὺ εἶχε θέσει ὁ νέος: «Τὶς ἐντολὲς τὶς γνωρίζεις: νὰ μὴ μοιχεύσεις, νὰ μὴ σκοτώσεις, νὰ μὴν κλέψεις, νὰ μὴν ψευδομαρτυρήσεις, νὰ τιμᾶς τὸν πατέρα σου καὶ τὴ μητέρα σου. Ἂν τὰ ἐφαρμόσεις αὐτά, θὰ κερδίσεις τὴν αἰώνια ζωή, ποὺ τόσο ἐπιθυμεῖς».
Τὸ ἐρώτημα ποὺ ἀπηύθυνε ὁ νέος τῆς περικοπῆς στὸν Χριστὸ πρέπει νὰ ἀπασχολεῖ ὅλους μας: «Τί πρέπει νὰ κάνω γιὰ νὰ κερδίσω τὴν αἰώνια ζωή;» Εἶναι ἀλήθεια ὅτι πολὺ εὔκολα λησμονοῦμε οἱ ἄνθρωποι τὸν οὐράνιο προορισμό μας. Οἱ γρήγοροι ρυθμοὶ τῆς ζωῆς, οἱ ἐπείγουσες ὑποθέσεις μας, τὰ καθημερινὰ προβλήματα ποὺ ἀντιμετωπίζουμε, τὰ πάθη καὶ οἱ ἀδυναμίες μας μᾶς κρατοῦν δέσμιους στὴ γῆ, αἰχμαλωτίζουν τὴ σκέψη μας, τὶς ἐπιθυμίες μας στὰ παροδικά, στὰ πρόσκαιρα καὶ ἀδιαφοροῦμε τελικὰ γιὰ τὰ αἰώνια.
Ἀγωνιοῦμε συχνὰ γιὰ τὴν ὑγεία μας. Κάνουμε ὅ,τι μποροῦμε γιὰ νὰ ἐξασφαλίσουμε τὴν ἐπίγεια ζωή μας ποὺ κάποτε θὰ τελειώσει. Βέβαια ὀρθῶς πράττουμε, διότι ὁ Θεὸς μᾶς χάρισε τὴ ζωή. Πόσο περισσότερο ὅμως θὰ ἔπρεπε νὰ φροντίζουμε γιὰ τὴν αἰώνια ζωή, γιὰ τὴν ἄληκτη εὐφροσύνη τοῦ Παραδείσου, γιὰ τὴν ἀνέσπερη ἡμέρα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ! Ἂς φέρνουμε κι ἐμεῖς καθημερινὰ στὴ σκέψη μας τὸ ἐρώτημα ποὺ ἀπασχολοῦσε τὸν νέο τοῦ Εὐαγγελίου, ὥστε ὁ πόθος γιὰ τὴν αἰώνια ζωὴ νὰ καθορίζει τὰ ἔργα καὶ τὰ λόγια μας.
Αὐτὸ ἦταν. Κάπου ἐκεῖ τελείωσε ἡ συζήτηση καὶ ἡ πνευματικὴ ἀναζήτηση τοῦ νέου. Κατεβάζοντας τὸ κεφάλι του, γύρισε τὸ πρόσωπό του σκυθρωπὸ κι ἔφυγε λυπημένος. Ἦταν πολὺ πλούσιος καὶ δὲν μποροῦσε νὰ ἀποχωρισθεῖ τὰ πλούτη του. Βλέποντας ὁ Κύριος τὴν ἀντίδρασή του, εἶπε ὅτι πολὺ δύσκολα θὰ μποῦν στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ αὐτοὶ ποὺ ἔχουν τὰ χρήματα. Εὐκολότερο εἶναι νὰ περάσει μία καμήλα ἀπὸ τὴ μικρὴ τρύπα ποὺ ἀνοίγει μία βελόνα, παρὰ νὰ εἰσέλθει ἕνας πλούσιος στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
«Καὶ ποιὸς μπορεῖ τότε νὰ σωθεῖ;», ρώτησαν μὲ ἀπορία οἱ ἀκροατές του. Τότε ὁ Ἰησοῦς ἀπάντησε ὅτι «τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν». Αὐτὰ δηλαδή, ποὺ εἶναι ἀδύνατα γιὰ τὶς ἀσθενεῖς καὶ πεπερασμένες δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου, μπορεῖ νὰ τὰ πραγματοποιήσει ἡ παντοδύναμη Χάρις τοῦ Θεοῦ. Γιὰ Ἐκεῖνον τίποτε δὲν εἶναι ἀδύνατο.
Ὁ νέος μὲ τοὺς οὐράνιους πόθους καὶ τὰ πνευματικὰ ἐνδιαφέροντα δὲν μπόρεσε νὰ ξεπεράσει τὴν ἀδυναμία του κι ἔχασε τελικὰ τὴ μεγάλη εὐκαιρία νὰ γίνει μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, δέκατος τρίτος Ἀπόστολος. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὅλοι μας ἔχουμε ἀδυναμίες, ποὺ κάποτε μᾶς φαίνονται ἀξεπέραστες· πάθη ποὺ ἐπὶ πολλὰ χρόνια καταδυναστεύουν τὴν ψυχή μας καί, παρόλο ποὺ πολλὲς φορὲς τὰ ἔχουμε ἐξομολογηθεῖ, διαπιστώνουμε ὅτι ἀδυνατοῦμε νὰ τὰ ξεπεράσουμε. Δὲν ἔχουμε ἔτσι τὴ δύναμη νὰ νικήσουμε τὸν θυμό μας, νὰ συγχωρήσουμε καὶ νὰ ἀγαπήσουμε αὐτὸν ποὺ μᾶς ἀδίκησε, νὰ τιθασεύσουμε τὶς κατώτερες ἐπιθυμίες μας, νὰ βάλουμε χαλινάρι στὴ γλώσσα μας.
Ἂς μὴν ἀπελπιζόμαστε ὅμως. Αὐτὰ ποὺ σ᾿ ἐμᾶς φαίνονται ἀδύνατα, γιὰ τὸν παντοκράτορα Κύριο εἶναι ἐφικτά. Μὲ τὴ δική του δύναμη ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ξεπεράσει τὴ φύση του καὶ νὰ δεῖ θαυμαστὲς ἀλλοιώσεις στὴν ἀδύναμη ψυχή του. Πόσοι ληστές, πόσοι τελῶνες καὶ ἁμαρτωλοὶ μετανόησαν, ἀγωνίσθηκαν καὶ μὲ τὴ Χάρι τοῦ Θεοῦ ἄλλαξαν ζωὴ καὶ ξεπέρασαν τὸν ἑαυτό τους! Ἂς καταφεύγουμε λοιπὸν στὸν Κύριο κάθε φορὰ ποὺ ἐρχόμαστε ἀντιμέτωποι μὲ τὴν ἀδυναμία μας. Ἂς ταπεινωνόμαστε καὶ ἂς ζητοῦμε τὸ ἔλεος καὶ τὴ βοήθειά του, κάνοντας παράλληλα καὶ τὸν προσωπικό μας ἀγώνα. Τότε ἂς εἴμαστε βέβαιοι ὅτι μὲ τὴ δική του Χάρι θὰ μποροῦμε νὰ ὑπερνικοῦμε κάθε ἀδυναμία μας.