Η ΠΑΛΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ
«Ἰησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με»Ὁ τυφλὸς ζητιάνος τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς τὰ κατάφερε! Πάλεψε καὶ νίκησε! Μὲ τὶς ἐνοχλητικὲς ἴσως κραυγές του, μὲ τὴν ἄκαμπτη ἐπιμονή του, παρὰ τὶς ἐπιπλήξεις τῶν παρευρισκομένων, ξεπέρασε τὰ ἐμπόδια καὶ πλησίασε τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὅταν περιόδευε στὴν Ἱεριχώ. Τὸν ἱκέτευσε νὰ ἱκανοποιήσει τὸ αἴτημά του, εἵλκυσε δὲ τὸ ἔλεος τοῦ παντοδύναμου Θεοῦ καὶ κέρδισε τὴ θαυματουργικὴ θεραπεία τῶν ὀφθαλμῶν του. Τὸ πηχτὸ σκοτάδι του ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ πλημμύρα φωτός!
Νίκησε ἡ ἠχηρὴ κραυγή του! Μᾶς διδάσκει δὲ μὲ τὸ παράδειγμά του ὅτι κι ἐμεῖς πρέπει νὰ ἐκφράζουμε τὰ αἰτήματά μας πρὸς τὸν Θεὸ μὲ θερμότητα καὶ ἐπιμονὴ κατὰ τὴν ἱερὴ ὥρα τῆς προσευχῆς.
Ἐκεῖ ἄλλωστε φαίνεται ἡ θερμότητα τῆς προσευχῆς· στὴν ἔνταση τῆς καρδιᾶς κι ὄχι στὴ δύναμη τῆς φωνῆς. Ἂς θυμηθοῦμε ὅτι ὁ Κύριος ἀποδοκίμασε τοὺς Φαρισαίους, ποὺ ἔκαναν μεγαλόφωνες προσευχές, χωρὶς ὅμως τὴν ἀπαραίτητη συναίσθηση. Ἀντίθετα, ὅταν ὁ Μωυσῆς ἔφθασε μὲ τοὺς Ἰσραηλίτες στὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα καὶ εἶδε τοὺς Αἰγύπτιους νὰ πλησιάζουν, προσευχήθηκε στὸν Θεὸ χωρὶς νὰ βγαίνει οὔτε λέξη οὔτε ψίθυρος ἀπὸ τὸ στόμα του. Καὶ ὁ Κύριος τοῦ ἀποκρίθηκε: «Τί βοᾷς πρός με;» (Ἐξ. ιδ΄ 15). Γιατί φωνάζεις σ᾿ Ἐμένα; Σὲ ἀκούω, παρόλο ποὺ δὲν μιλᾶς. Διότι τὴν ὥρα ἐκείνη ἡ καρδιὰ τοῦ Μωυσέως φλεγόταν.
Προσευχὴ λοιπὸν δὲν εἶναι ἡ νωθρὴ ἀπαρίθμηση αἰτημάτων στὸν Θεό, ἀλλὰ τὸ ξεχείλισμα τῆς πυρωμένης καρδιᾶς. «Οὐδὲν προσευχῆς δυνατώτερον πεπυρωμένης καὶ γνησίας» (PG 51, 320), ἐπισημαίνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Δηλαδή, τίποτε δὲν εἶναι πιὸ δυνατὸ ἀπὸ μιὰ φλογερὴ προσευχή. Ἀκόμη κι ὅταν οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς ἔχουν καμφθεῖ ἀπὸ τὶς δοκιμασίες καὶ τὰ ἀδιέξοδα, τὸ δὲ στόμα δὲν ἔχει τὴ δύναμη νὰ ἀρθρώσει οὔτε λέξη, ὁ Κύριος ἀκούει, ἀφουγκράζεται τὴν καρδιά, ἡ ὁποία κραυγάζει τὴ στιγμὴ ἐκείνη μὲ τοὺς σιωπηλοὺς ἀναστεναγμούς της: βοᾶ «στεναγμοῖς ἀλαλήτοις» (Ρωμ. η΄ 26).
Ἐδῶ λοιπὸν εἶναι τὸ κρίσιμο σημεῖο. Ὅταν τὰ ἐμπόδια πληθαίνουν καὶ μᾶς προτρέπουν νὰ ἀφήσουμε τὴν προσευχή μας, νὰ σιωπήσουμε, τότε πρέπει νὰ καταβάλλουμε ὅσες δυνάμεις ἔχουν ἀπομείνει στὴν ψυχή μας, νὰ παλεύουμε· καὶ μὲ ἐπιμονή, χωρὶς νὰ ἐγκαταλείπουμε τὴν ἱκεσία μας, μὲ περισσότερη ἔνταση νὰ κραυγάζουμε στὸν πανάγαθο Κύριό μας. Καὶ ὁ Θεὸς τοῦ ἐλέους περισσότερο τότε θὰ ἀκούει τὴν κραυγὴ τῆς ψυχῆς μας καὶ θὰ μᾶς ἐλεεῖ. Μᾶς τὸ ἔχει ὑποσχεθεῖ ἄλλωστε: «Αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε, καὶ εὑρήσετε, κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν» (Ματθ. ζ΄ 7). Μὴν πάψετε δηλαδὴ νὰ ζητεῖτε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ νὰ κρούετε τὴ θύρα τοῦ ἐλέους του, μέχρι νὰ ἀνοιχθεῖ ἡ θύρα καὶ νὰ ἐκπληρώσει ὁ Θεὸς τὸ αἴτημά σας.
Εἶναι πάλη ἡ προσευχή. Μία ἐναγώνια πάλη τοῦ ἀνθρώπου ποὺ πασχίζει νὰ ἐπικοινωνήσει μὲ τὸν Θεό, τὸν Δημιουργό του· νὰ Τοῦ ἐκφράσει ἄλλοτε τὸν πόνο του κι ἄλλοτε τὴ χαρά του. Κι ὅταν ἡ προσευχὴ τοῦ ἀνθρώπου γίνεται μὲ θερμότητα καὶ ἐπιμονή, τότε Ἐκεῖνος κάμπτει τὸ πλούσιο ἔλεός του. Τότε ἀνοίγουν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ βλέπει τὸν Θεὸ νὰ ἐνεργεῖ στὴ ζωή του, νὰ συμπορεύεται στὸν δρόμο του.