Ἡ εὐσεβὴς Ἄννα σύζυγος τοῦ Ἰωακείμ, πέρασε τὴν ζωή της χωρὶς νὰ μπορέσει νὰ τεκνοποιήσει, καθὼς ἦταν στείρα. Μαζὶ μὲ τὸν Ἰωακεὶμ προσευχόταν θερμὰ στὸν Θεὸ νὰ τὴν ἀξιώσει νὰ φέρει στὸν κόσμο ἕνα παιδί, μὲ τὴν ὑπόσχεση ὅτι θὰ ἀφιέρωνε τὸ τέκνο της σὲ Αὐτόν.
Πράγματι, ὁ Πανάγαθος Θεὸς ὄχι μόνο τῆς χάρισε ἕνα παιδί, ἀλλὰ τὴν ἀξίωσε νὰ φέρει στὸν κόσμο τὴν γυναίκα ποὺ θὰ γεννοῦσε τὸν Μεσσία, τὸν Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστό.
Ὅταν ἡ Παναγία ἔγινε τριῶν χρόνων, σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, ἡ Ἄννα καὶ ὁ Ἰωακείμ, κρατώντας τὴν ὑπόσχεσή τους, τὴν ὁδήγησαν στὸ Ναὸ καὶ τὴν παρέδωσαν στὸν ἀρχιερέα Ζαχαρία. Ὁ ἀρχιερέας παρέλαβε τὴν Παρθένο Μαρία καὶ τὴν ὁδήγησε στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, ὅπου δὲν ἔμπαινε κανεὶς ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἴδιο, ἐπειδὴ γνώριζε ἔπειτα ἀπὸ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ τὸ μελλοντικὸ ρόλο τῆς Ἁγίας κόρης στὴν ἐνανθρώπιση τοῦ Κυρίου.
Στὰ ἐνδότερά του Ναοῦ ἡ Παρθένος Μαρία ἔμεινε δώδεκα χρόνια. Ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ προμήθευε τὴν Παναγία μὲ τροφὴ οὐράνια. Ἐξῆλθε ἀπὸ τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, ὅταν ἔφθασε ἡ ὥρα τοῦ Θείου Εὐαγγελισμοῦ.