Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 29 Μαρτίου 2020,
Δ΄ Νηστειῶν – Ἁγ. Ἰωάννου τῆς Κλίμακος
Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΟΥ
(Μάρκ. θ΄ 17-31)
<< Tῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις
προσῆλθε τῷ ᾿Ιησοῦ, γονυπετῶν αὐτῷ καὶ λέγων· διδάσκαλε, ἤνεγκα τὸν υἱόν
μου πρός σε, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον. καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν καταλάβῃ, ρήσσει
αὐτόν, καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ ξηραίνεται· καὶ
εἶπον τοῖς μαθηταῖς σου ἵνα αὐτὸ ἐκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν. ὁ δὲ
ἀποκριθεὶς αὐτῷ λέγει· ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως
πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετε αὐτὸν πρός με. καὶ ἤνεγκαν αὐτὸν πρὸς αὐτόν.
καὶ ἰδὼν αὐτὸν εὐθέως τὸ πνεῦμα ἐσπάραξεν αὐτόν, καὶ πεσὼν ἐπὶ τῆς γῆς
ἐκυλίετο ἀφρίζων. καὶ ἐπηρώτησε τὸν πατέρα αὐτοῦ· πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς
τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε· παιδιόθεν. καὶ πολλάκις αὐτὸν καὶ εἰς πῦρ
ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν· ἀλλ᾿ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον
ἡμῖν σπλαγχνισθεὶς ἐφ᾿ ἡμᾶς. ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ τὸ εἰ δύνασαι
πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι. καὶ εὐθέως κράξας ὁ πατὴρ τοῦ
παιδίου μετὰ δακρύων ἔλεγε· πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ. ἰδὼν
δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι ἐπισυντρέχει ὄχλος, ἐπετίμησε τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ
λέγων αὐτῷ· τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγώ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ
αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν. καὶ κρᾶξαν καὶ πολλὰ σπαράξαν αὐτὸν
ἐξῆλθε, καὶ ἐγένετο ὡσεὶ νεκρός, ὥστε πολλοὺς λέγειν ὅτι ἀπέθανεν. ὁ δὲ
᾿Ιησοῦς κρατήσας αὐτὸν τῆς χειρὸς ἤγειρεν αὐτόν, καὶ ἀνέστη. Καὶ
εἰσελθόντα αὐτὸν εἰς οἶκον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπηρώτων αὐτὸν κατ᾿ ἰδίαν,
ὅτι ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό. καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτο τὸ γένος
ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ. Καὶ ἐκεῖθεν
ἐξελθόντες παρεπορεύοντο διὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οὐκ ἤθελεν ἵνα τις γνῷ·
ἐδίδασκε γὰρ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ
ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἀνθρώπων, καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ
ἀποκτανθεὶς τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται. >>
1. ΕΜΕΙΣ ΝΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗΘΟΥΜΕ
Μόλις
ὁ Κύριος κατέβηκε ἀπό τό ὄρος Θαβώρ, ἀπό τό φῶς τῆς Μεταμορφώσεως κάτω
στόν κόσμο ἕνας πατέρας ἔτρεξε κοντά του νά τοῦ πεῖ τό δράμα του:
Διδάσκαλε, σοῦ ἔφερε τό γιό μου, πού τό κυρίευσε δαιμονικό πνεῦμα
καί τοῦ πῆρε τή φωνή. Ὑποφέρει πολύ!
Ὅταν τόν πιάσει, τόν ρίχνει στή
γῆ, τόν κάνει ν’ ἀφρίζει, νά τρίζει τά δόντια του καί τόν ἀφήνει
ξερό καί ἀναίσθητο. Πολλές φορές τόν ἔριξε στή φωτιά καί στό νερό
γιά νά τόν ἐξοντώσει. Παρακάλεσα τούς μαθητές σου νά τόν
ἐλευθερώσουν, ἀλλά δέν μπόρεσαν.
Τότε ὁ Κύριος γεμᾶτος παράπονο ἀναφωνεῖ:
Ὦ
γενεά πού παραμένεις ἄπιστη καί διεστραμμένη ἐνῶ τόσα θαύματα εἶδες!
Μέχρι πότε θά εἶμαι μαζί σας καί θά σᾶς ἀνέχομαι; Φέρτε τον μου ἐδῶ.
Μόλις
ὅμως ἔφεραν τό νεό μπροστά στόν Κύριο, τό θέαμα ἔγινε φοβερό. Τό
πονηρό πνεῦμα ἄρχισε νά συνταράζει μέ σπασμούς τόν νέο, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ
ἔπεσε στή γῆ, κυλιόταν κι ἔβγαζε ἀφρούς ἀπό τό στόμα του.
ΔΕΝ
μποροῦσε ὅμως νά πεῖ οὔτε λέξη. Μόνο κραυγές μποροῦσε νά βγάζει
πολλές, πού συγκλόνιζαν τίς καρδιές ὅσων τόν ἔβλεπαν. Ὁ νέος αὐτός δέν
μποροῦσε νά μιλήσει, νά ἐκφράσει τήν ἱκεσία του στόν Κύριο, νά
ζητήσει τή σωτηρία του. Κι ἀντί γι’ αὐτόν ἐκφράζει τόν μύχιο πόθο τοῦ
νέου ὁ πατέρας του. Παρακαλεῖ ὁ πατέρας ἐπειδή δέν μπορεῖ νά
παρακαλέσει τό παιδί.
Βέβαια
ἐδῶ ἔχουμε μία περίπτωση δαιμονισμένου παιδιοῦ. Ὅμως ὁ διάβολος καί μέ
πολλούς ἄλλους τρόπους ἐξουσιάζει τους ἀνθρώπους. Ἰδιαιτέρως στή
δαιμονοκρατούμενη ἐποχή μας, πόσοι νέοι ζοῦν μακριά ἀπ’ τόν Θεό καί
ὑποφέρουν κυριευμένοι ἀπό τά δαιμονικά τους πάθη. Μαζί τους
βασανίζονται καί οἱ γονεῖς τους. Κι ὅταν αὐτοί εἶναι ἄνθρωποι
τοῦ Θεοῦ ὑποφέρουν ἀκόμη περισσότερο κατανοώντας τήν κατάσταση τῶν
παιδιῶν τους.
Ὁ
πατέρας ὅμως τοῦ εὐαγγελίου δίνει σ’ὅλους αὐτούς τούς γονεῖς καί
σ’ὅλους τούς πιστούς ἕνα μεγάλο δίδαγμα. Ὅταν τά παιδιά μας δέν
μποροῦν ἤ δέν θέλουν νά προσευχηθοῦν γιά τόν ἑαυτό τους, νά
προσευχόμαστε ἐμεῖς γι’ αὐτά. Κάθε φορά πού βλέπουμε στούς ἱερούς
ναούς μας, ὅτι ἀπουσιάζουν ἀπό τή θεία λατρεία χιλιάδες νέοι, νέοι
πού ξενύχτησαν στά σκοτεινά κέντρα τοῦ κόσμου, καί πολλοί ἔχασαν τή
νεανική τους δροσιά καί καθαρότητα ἄς προσευχόμαστε ἐμεῖς γι’
αὐτούς.
Ἄς πονέσουμε ἐμεῖς γιά τό δικό τους μαρτύριο. Ἄς κλάψουμε
ἐμεῖς γιά τό δικό τους δράμα. Καί νά εἴμαστε βέβαιοι ὅτι τά δικά μας
δάκρυα, οἱ δικές μας ἱκεσίες, θά μαλακώσουν τίς ψυχές πολλῶν
παιδιῶν, θά φέρουν τή μετάνοια καί τήν ἐπιστροφή τους.
2. ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΚΑΙ ΝΗΣΤΕΙΑ
Ὁ πατέρας συνεχίζει τήν ἱκεσία του. Κύριε, ἐάν μπορεῖς νά κάνεις κάτι, λυπήσου μας καί βοήθησέ μας.
Ὅμως
ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀποκρίθηκε: Ἐσύ ἐάν μπορεῖς νά πιστευσεις, τότε ὅλα
εἶναι δυνατά σ’ἐκεῖνον πού πιστεύει. Κι ἀμέσως ὁ πατέρας γεμᾶτος δάκρυα
φωνάζει: Πιστεύω Κύριε, βοήθησε με στήν ὀλιγοπιστία μου.
Τότε
ὁ Ἰησοῦς Χριστός μέ θεϊκή ἐξουσία λέει: Πνεῦμα ἄλαλο καί κουφό, ἐγώ
σέ διατάζω, βγές ἀπό αὐτόν, καί μή ξαναμπεῖς ποτέ μέσα του. Καί τό
πονηρό πνεῦμα ἀφοῦ ἔκραξε καί συντάραξε τό νέο ἔφυγε ἀφήνοντάς τον
κάτω στή γῆ σάν νεκρό. Τότε ὁ Κύριος τόν ἔπιασε ἀπό τό χέρι καί τόν
σήκωσε.
Οἱ μαθητές τώρα ἔκπληκτοι τόν ρωτοῦν ἰδιαιτέρως: Γιατί
Κύριε ἐμεῖς δέν μπορέσαμε νά βγάλουμε τό πονηρό πνεῦμα; Κι ἐκεῖνος
ἀπαντᾶ: Αὐτό τό εἶδος τοῦ δαιμονίου δέν φεύγει ἀπό τόν ἄνθρωπο παρά
μόνο μέ προσευχή καί νηστεία.
ΓΙΑΤΙ
ὅμως τό σκληρό αὐτό εἶδος τοῦ δαιμονίου δέν μπορεῖ νά βγεῖ ἀπό τόν
ἄνθρωπο παρά μόνο μέ προσευχή καί νηστεία; Ἀλλά κάι γενικότερα γιατί ἡ
προσευχή μαζί μέ τή νηστεία ἔχουν τόση μεγάλη δύναμη;
Διότι
ὅταν ὁ ἄνθρωπος προσεύχεται ἔπειτα ἀπο νηστεία τροφῶν καί παθῶν, ἡ
προσευχή του ἔχει τό στοιχεῖο τῆς ἀσκήσεως, τῆς θυσίας καί τῆς
προσφορᾶς. Τότε ὁ ἄνθρωπος δέν δυσκολεύεται νά προσευχηθεῖ, δέν
κουράζεται ἀπό τό βάρος τῶν φαγητῶν ἤ ἀπό τό βάρος τῶν τύψεων, ἀλλά
εἶναι ἀνάλαφρος, ἀβαρής. Ἡ νηστεία πού ὁρίζει ἡ ἐκκλησία μας δίνει
φτερά στήν προσευχή διότι ταπεινώνει τόν ἄνθρωπο.
Τόν ἐξασκεῖ
σωματικά καί ψυχικά. Ἀπονεκρώνει τίς σαρκικές ἐπιθυμίες καί
ἠδονές, καί προετοιμάζει τό σῶμα κατάλληλα γιά νά μήν καταστεῖ
ἐμπόδιο ἀλλά νά ὑπηρετήσει τήν ψυχή τήν ὥρα τῆς προσευχῆς. Μιά
τέτοια προσευχή, πού γίνεται μέ νηστεία τροφῶν καί παθῶν, ἐπειδή ἔχει τό
στοιχεῖο τῆς ταπεινώσεως αὐξάνει καί τήν πίστη.
Καί γίνεται ἔτσι
μιά ζωντανή ἐμπειρία, αὐξάνει τή θέρμη τῆς καρδιᾶς μας, μᾶς κάνει νά
αἰσθανόμαστε τόν Θεό ὁλοζώντανο μπροστά μας. Καί φέρνει τή χάρη τοῦ
Θεοῦ καί τό θαῦμα.
Αὐτά
ἀκριβῶς τά δύο πνευματικά ὅπλα, τήν προσευχή συνδυασμένη μέ τή
νηστεία, μᾶς καλεῖ ἡ Ἐκκλησία μας νά χρησιμοποιήσουμε περισσότερο τώρα
κατά τήν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Τώρα περισσότερη
προσευχή, μεγαλύτερες ἀκολουθίες, ἀλλά καί αὐστηρότερη νηστεία,
ἐντατικότερη ἄσκηση. Ἄς συνεχίσουμε λοιπόν τόν ἀγώνα μας στόν
πνευματικό στίβο μέ τά ὅπλα αὐτά καί θά ἔχουμε μαζί μας τήν
ἀκατανίκητη δύναμη τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.