ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ
Σε κοντινή απόσταση από τις Καρυές, την πρωτεύουσα του Αγίου Όρους, ζούσε ένας ενάρετος Ιερομόναχος με το νέο μαθητή του.
Ένα Σάββατο βράδυ της 11ης Ιουνίου του 982 μ.Χ., ο Γέροντας ξεκίνησε να πάει στην αγρυπνία στο Ναό του Πρωτάτου. Ο μαθητής του που έμεινε μόνος του το βράδυ, δέχτηκε την επίσκεψη ενός αγνώστου μοναχού, ο οποίος του ζήτησε να παραμείνει την νύχτα στο κελλί. Νωρίς τα χαράματα ως μοναχοί, σηκώθηκαν για να ψάλλουν την ακολουθία του Όρθρου στην μικρή εκκλησία του Κελλιού. Φθάνοντας όμως στην θ΄ ωδή, ενώ ο μαθητής επρόκειτο να ψάλλει «Την Τιμιωτέραν των Χερουβίμ» ( τον αρχαίο ύμνο του Αγίου Κοσμά του Μελωδού) μπροστά στην εικόνα της Θεοτόκου, ο ξένος παρενέβαλε πριν από αυτό τα εξής:
« Άξιόν Εστιν ως αληθώς μακαρίζειν σε την Θεοτόκον, την αειμακάριστον και παναμώμητον, και Μητέρα του Θεού ημών ».
Ύστερα επισύναψε και την «Τιμιωτέρα» έως τέλους...
Ακούγοντας για πρώτη φορά τα λόγια αυτά ο μαθητής ένιωσε δέος και ζήτησε από τον φιλοξενούμενο να του γράψει τον ύμνο. Καθώς όμως δεν υπήρχε χαρτί, ο μοναχός χάραξε με το δάχτυλο του τα ιερά αυτά λόγια βαθιά και άκοπα σε μια πέτρινη πλάκα, προσθέτοντας :
« Στο εξής, έτσι να ψάλλουν όλοι οι Χριστιανοί τον ύμνο της Θεοτόκου ».
Λέγοντας αυτά έγινε άφαντος, ενώ σύμφωνα με την παράδοση η εικόνα του Χριστού πάνω στο τέμπλο της εκκλησίας μεταφέρθηκε αστραπιαία στα αριστερά και η εικόνα της Θεομήτορος στα δεξιά. Η αυτή διάταξη διατηρείται έως τις ημέρες μας, στο ξυλόγλυπτο τέμπλο του κελλιού.