29 ΜΑΪΟΥ - Η άλωση της Κωνσταντινουπόλεως

 Η άλωση της Κωνσταντινουπόλεως – Αιτίες και συνέπειες.

Η άλωση της Κωνσταντινουπόλεως κατά την αποφράδα 29η Μαΐου 1453, δεν σήμανε μόνο την έναρξη μιας μακροχρόνιας και οδυνηρής για τον Ελληνισμό περιόδου της ιστο¬ρίας του” υπήρξε ταυτόχρονα και το τραγικό τέλος της θλιβε¬ρής εκείνης εποχής, κατά την οποία είχε υπονομευθή καίρια το πολιτικό και οικονομικό μέλλον του Γένους. 

 Ήδη από τον 13ο και τον 14ο αιώνα, είχαν αρχίσει να δημιουργούνται καταστάσεις που θα επηρεάσουν αποφασιστικά την τύχη των Ελλήνων στους επόμενους αιώνες. Ο ελληνικός κόσμος είχε διασπασθή και διαμοιρασθή κατά το μεγαλύτερο τμήμα του σε ξένους δυνάστες. Οι ειρηνικές ή βίαιες διεισδύσεις αλλο¬φύλων από τον βορρά και την ανατολή είχαν προκαλέσει την εθνολογική του σύμπτυξη. 

Οι αναστατώσεις από τις αλλεπάλ¬ληλες πολεμικές κρίσεις και τη χρόνια εσωτερική αναρχία, είχαν ως αποτέλεσμα τη δημογραφική του συρρίκνωση. Η καταχρηστική επέκταση του θεσμού των «προνοιαρίων» είχε φέρει από τη μια μεριά την υπέρμετρη αύξηση της δυνάμεως της στρατιωτικής ολιγαρχίας, και από την άλλη τον οικονο¬μικό μαρασμό των μικροκαλλιεργητών της γης και τη δημι¬ουργία σοβαρών κοινωνικών κρίσεων. Η εμπορική διείσδυση της χριστιανικής Δύσεως στα σημαντικότερα λιμάνια και στα εμπορικά κέντρα της ελληνικής Ανατολής είχε ήδη περιο¬ρίσει ασφυκτικά τις δυνατότητες οικονομικής δραστηριότητος των ελληνικών αστικών κοινωνιών. 

Οι θρησκευτικές, κοινωνι¬κές και πολιτικές αντιθέσεις — ιδίως εκείνες που ξεκινούσαν από τις ησυχαστικές κινήσεις και τις έριδες των ενωτικών με τους ανθενωτικούς — είχαν οδηγήσει σε ιδεολογική σύγ¬χυση που επέτεινε την πολιτική ακαταστασία και τις κοινω¬νικές αναταραχές. Οι κατακτήσεις εξ άλλου των Οθωμανών στη Μικρά Ασία — που είχαν σχεδόν ολοκληρωθή ως τα μέσα του 15ου αι. —και η ραγδαία προέλαση τους στη Βαλκα¬νική χερσόνησο — που εγκαινιάσθηκε με την κατάληψη της Καλλιπόλεως (1354) και εξασφαλίσθηκε με τις αποφασιστικές τουρκικές νίκες στο Τσιρμέν του Έβρου (1371), στο Κοσσυ¬φοπέδιο (1389, 1448), στη Νικόπολι (1389) και στη Βάρνα (1444) — είχαν ήδη καταδικάσει και τους εναπομένοντες ασθενικούς θυλάκους της ελληνικής αντιστάσεως στη Θράκη, στην Πελοπόννησο και στην Τραπεζούντα. Η τελική, λοιπόν, εξόρμηση των ανδρών του Μεχμέτ Β΄ εναντίον της Βασιλεύουσας επισφράγισε απλώς έναν κύκλο στρατιωτικών γεγονότων, τα οποία είχαν προδιαγράψει τη μετέπειτα πορεία των πολιτικών πραγμάτων.

Ωστόσο το ίδιο το γεγονός της Αλώσεως και όσα ακολούθησαν στους επόμενους δύο αιώνες, έχουν κεφαλαιώδη σημασία, τόσο για τη διαμόρφωση του νέου Ελληνισμού, όσο και για τη βαλκανική και γενικώτερα την ευρωπαϊκή ιστορία. και οι επιπτώσεις θα είναι αισθητές στην ανατολική Μεσό¬γειο και στην υπόλοιπη Ευρώπη όχι μόνο κατά την περίοδο που εδραιώθηκε η οθωμανική επικράτηση, άλλα και σε μετα¬γενέστερες εποχές.


Για τους Οθωμανούς η Άλωση απετέλεσε την τυπική «νομιμοποίηση» της επικρατήσεως τους σε βάρος της ελληνικής αυτοκρατορίας. Ο σουλτάνος απέκτησε μία πρωτεύουσα με παγκόσμια ακτινοβολία και μοναδική στρατηγική και πολι¬τική σημασία. Η ολοκλήρωση εξ άλλου της επιτυχίας αυτής με την ενσωμάτωση των λειψάνων της βυζαντινής Πελοπον¬νήσου (1460) και της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντος (1461) δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τη σταθεροποίηση των αμορφοποίητων ακόμη — ως τα μέσα του 15ου αι. — κατακτη¬μένων και λεηλατημένων ζωνών. Μέσα σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα η άλλοτε ασιατική ορδή θα κατορθώση να αποκτήση χαρακτήρα συγκροτημένης αυτοκρατορίας, η οποία θα επιτύχη την de facto ένταξη της στο σύστημα των άλλων ευρωπαϊκών κρατών. Η σταδιακή εξ άλλου ενσωμά¬τωση στο οθωμανικό κράτος—μεταξύ του 1455 και του 1669 -των λατινικών (βενετικών κυρίως) κτήσεων της ανατολικής Μεσογείου, η επέκταση των συνόρων του ως τον Δούναβι (και πέρα από αυτόν), η παγίωση της κυριαρχίας του σουλ¬τάνου στη βορειοανατολική και νοτιοανατολική Μικρά Ασία και στη Μέση Ανατολή, θα εξασφαλίσουν την πολιτική και γεωγραφική ενότητα της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το γε¬γονός αυτό είχε επίσης ευνοϊκές επιπτώσεις στην ανάλογη ενοποίηση και του τουρκοκρατούμενου ελληνικού κόσμου. 

Από οικονομική άποψη η επικράτηση στα Στενά και η εξά¬πλωση στις παραγωγικώτερες περιοχές της ανατολικής Με¬σογείου έδωσε στους Οθωμανούς τη δυνατότητα να εκμεταλλευθούν αστείρευτες πηγές αγαθών και ανθρώπινου δυναμικού. Οι προσβάσεις ακόμη των Οθωμανών στη νότια Ρωσία, στην Ουκρανία και στην Πολωνία μέσω του Ευξείνου, εξασφά¬λιζαν τεράστιες μάζες σκλάβων και νέους συμμάχους, προ¬πάντων μεταξύ των Τατάρων του χανάτου της Κριμαίας• Οι ακτές της Μαύρης Θάλασσας και η ενδοχώρα εφοδίαζαν την οθωμανική πρωτεύουσα με ανεξάντλητα αγαθά (τρόφιμα, μέταλλα κλπ.), άλλα και με την απαραίτητη ξυλεία για τη ναυπήγηση εντυπωσιακών στόλων. Η επέκταση προς τους σιτοβολώνες των ουγγρικών, των μολδοβλαχικών και των άλλων βαλκανικών πεδιάδων (Μακεδονίας, Θεσσαλίας κλπ.), σε συνδυασμό με την εκμετάλλευση των δημητριακών της Αιγύπτου, κάλυπτε τις επισιτιστικές ανάγκες του κράτους ακόμη και σε μακροχρόνιες περιόδους σιτοδειών. Η ενσωμά¬τωση των εμπορικών σταθμών της Βενετίας στη νοτιοδυτική Πελοπόννησο (1500 : Μεθώνη, Κορώνη) και δεκαπέντε πε¬ρίπου χρόνια αργότερα (1516 κ.έ.) των σπουδαιότερων μετα¬πρατικών κέντρων της Συρίας και της Αιγύπτου δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τη μετατόπιση των εμπορικών αρτηριών που ακολουθούσε ως τότε το ιταλικό κυρίως μονοπώλιο — προς τα Βαλκάνια και τον Βόσπορο, με αποτέλεσμα τη δη¬μιουργία νέων «κυκλωμάτων» εμπορικών δρόμων, τη φορά αυτή σε εδάφη οθωμανικά, και με κέντρο την Κωνσταντινούπολη.
Για τους Έλληνες ιδιαίτερα η Άλωση και όσα γεγονότα ακολούθησαν, αποτελούν την περισσότερο κρίσιμη και σκοτεινή φάση της νεώτερης ιστορίας τους. Ο Ελληνισμός, απο¬κεφαλισμένος και απροσανατόλιστος μέσα στο χάος και στο αδιέξοδο των αλλεπάλληλων καταστροφών, εισερχόταν με αισθητά μειωμένη αντοχή σε μια περίοδο μακροχρόνιας δο¬κιμασίας, η οποία επηρέασε αποφασιστικά την ιστορική του μοίρα. Καίρια σημασία είχε η ίδια η απώλεια της Κωνσταν¬τινουπόλεως. Όσο διαρκούσε η άμυνά της, οι ελπίδες ενός τμήματος του λαού για μία ενδεχόμενη αναζωπύρωση της αν¬τιστάσεως κατά της τουρκικής πλημμυρίδος τόνωναν ως ένα σημείο την ψυχική αντοχή των χριστιανικών πληθυσμών, ακόμη και της ήδη χαμένης Μικράς Ασίας. «Ταύτης της Πό¬λεως ισταμένης», υπογράμμιζε πριν από την Άλωση ο Ιωσήφ Βρυέννιος, «συνίσταται πως αύτη και η πίστις ακράδαντος” εδαφισθείσης δε ή αλούσης, άπερ, Χριστέ μου, μή γένοιτο, ποία έσται ψυχή κατά πίστιν ακλόνητος;». Πραγματικά, μετά την πτώση της Βασιλεύουσας, και τα κρούσματα αλλαξοπι¬στίας πολλαπλασιάσθηκαν και οι πιθανότητες χριστιανικής αντεπιθέσεως μειώθηκαν στο ελάχιστο. Στο εξής οι προσδο¬κίες των Ελλήνων για την εθνική αποκατάσταση θα περι¬ορισθούν κυρίως σε παρηγορητικές προφητείες και θρύλους, που θα θρέψουν τη λαϊκή φαντασία και θα απαλύνουν την απελπισία των κλονισμένων λαϊκών μαζών, ή σε ουτοπιστικά κατά κανόνα σχέδια ένοπλων επεμβάσεων ξένων δυνάμεων ή τέλος σε μεγαλεπήβολα αισιόδοξα προγράμματα εκχριστιανισμού και εξελληνισμού των αλλόπιστων κυριάρχων.

Η συμβατική αρχή της Τουρκοκρατίας συμπίπτει με την απώλεια της κεντρικής κρατικής εξουσίας. Με την Άλωση επισημοποιήθηκε η μεταβίβαση της εξουσίας αυτής στον Οθωμανό κατακτητή. Ως τη δημιουργία του πρώτου — έστω και ημιαυτόνομου — ελληνικού κράτους, της Επτανήσου Πο¬λιτείας (1800) ή, καλύτερα, ως την ανάδυση του ελεύθερου ελληνικού κράτους, οι Έλληνες θα αποστερηθούν των επισή¬μων πρωτοβουλιών πολιτικής δραστηριότητος. Την έλλειψη αυτή θα υφίσταται και το τμήμα εκείνο του ελληνικού λαού που θα βρίσκεται υπό βενετική και γενικά λατινική κυριαρ¬χία, και μάλιστα με το πρόσθετο μειονέκτημα της παντελούς σχεδόν απουσίας του ιδιότυπου πολιτικού ρόλου, τον οποίο είχε αναλάβει η ηγεσία της ελληνικής Εκκλησίας για τους ορθόδοξους υπηκόους του σουλτάνου. Τα προβλήματα εξ άλλου της καθοδηγήσεως του ελληνικού λαού πολλαπλασίασε — προπάντων κατά τις πρώτες, ταραγμένες δεκαετίες της Τουρκοκρατίας — η αισθητή μείωση του ρόλου της παλαιάς ηγετικής τάξεως. 

Οι αρνητικές επιπτώσεις του γεγονότος αυτού — που οφειλόταν είτε στη φυγή πολλών εκπροσώπων της βυζαντινής αριστοκρατίας προς τα βενετοκρατούμενα μέρη και τη Δύση είτε στις ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες που δημιούργησαν για την ελληνική άρχουσα τάξη οι νέοι κυρί¬αρχοι — άρχισαν να περιορίζονται ως ένα βαθμό μετά την οικονομική και δημογραφική ανάρρωση της Κωνσταντινου¬πόλεως. Η οριστική επικράτηση των Οθωμανών στα Στενά και στον Βόσπορο εξασφάλισε στην οθωμανική πρωτεύουσα τα απαραίτητα αγαθά, τα οποία είχε στερηθή κατά τη μακροχρόνια αποκοπή της από τις υπόλοιπες επαρχίες της αυτοκρατορίας. Αλλεπάλληλοι εξ άλλου συνοικισμοί της με Έλληνες κυρίως εποίκους από διάφορες περιοχές (τη Θράκη και τα νησιά του βόρειου Αιγαίου, τα παράλια του Ευξείνου, τη Μυτιλήνη, την Εύβοια, το Άργος, το Αργυρόκαστρο κλπ.) μετέτρεψαν μέσα στους πρώτους δύο αιώνες και πάλι τη Βα¬σιλεύουσα σε ζωντανή μεγαλούπολη 300.000 -500.000 κατοί¬κων, αληθινό κέντρο της διοικητικής μηχανής της οθωμανικής αυτοκρατορίας, και συνισταμένη της οικονομικής ζωής της ελληνικής Ανατολής. Μέσα λοιπόν στη «μείζονα» Κωνσταντινούπολι οι Έλληνες κατόρθωσαν, συσπειρωμένοι πάντοτε γύρω από το οικουμενικό πατριαρχείο, να αναπτύξουν, ήδη από τα τέλη του 15ου αι., αλλά κυρίως από τα μέσα του 16ου, ενθαρρυντική οικονομική και πολιτιστική δραστηριότητα. Μέσα στο πεδίο αυτό αναζητούν δυνατότητες να αναλάβουν, για λογαριασμό του υπόδουλου Γένους, κάποιο πολιτικό ρόλο — έστω και στα περιορισμένα πλαίσια των σχέσεων τους ως ραγιάδων προς αλλόθρησκους κυριάρχους.

Αντίθετα όμως προς τους Έλληνες της Κωνσταντινουπό¬λεως και της Προποντίδος, το ελληνικό στοιχείο που ζούσε σε άλλες περιοχές αντιμετώπιζε ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες. Ασφυκτική ήταν η κατάσταση στη Μικρά Ασία, προπάντων στην ενδοχώρα. Ήδη από τον 13ο και 14ο αι. η περιοχή αυτή, που αποτελούσε άλλοτε δεξαμενή ανθρώπινου δυναμικού για την ελληνική αυτοκρατορία, άρχισε να απογυμνώνεται από τον χριστιανικό πληθυσμό της. Μπροστά στη διαρκώς ανανεούμενη μουσουλμανική εξάπλωση οι Έλληνες κάτοικοι — ιδίως των πεδινών χωριών και κωμοπόλεων — έπρεπε να ακολουθή¬σουν δύο κυρίως δρόμους για τη φυσική τους επιβίωση : ή να μετακινηθούν ομαδικά προς ασφαλέστερους τόπους (ορεινά καταφύγια, αστικά κέντρα, νησιά) ή να ασπασθούν τη θρησκεία των κυριάρχων (με πιθανό αποτέλεσμα την απώλεια της ελ¬ληνικότητας τους). Την κατάσταση επιδείνωναν οι δημογρα¬φικές αφαιμάξεις από το παιδομάζωμα, τις στρατολογίες ή από τις καταστροφές των αλλεπάλληλων επιδρομών και της διοικητικής ακαταστασίας, οι εποικισμοί τουρκομανικών κυρίως φύλων (Γιουρούκων κλπ.) και η έλλειψη πνευματικών ηγετών και παιδείας. Η προοδευτική φθορά του ελληνικού στοιχείου έφθασε σε τέτοιο βαθμό στους πρώτους αιώνες που ακολούθησαν την Άλωση, ώστε να εμφανίζονται παλαιές ανθηρές μητροπόλεις και επισκοπικές έδρες χωρίς χριστιανικό ποίμνιο και εκκλησιαστικοί προκαθήμενοι ως απλοί τιτουλάριοι.
Λιγότερο ζοφερή ήταν η εικόνα στην Καππαδοκία, στα νοτιοανατολικά και βόρεια παράλια της Μικράς Ασίας και στον Πόντο. Οι πληθυσμοί εκεί κατόρθωσαν να διατηρήσουν ως ένα βαθμό τον ελληνικό τους χαρακτήρα και, επιπλέον, να διαφυλάξουν — ως πυρήνες ενός πανάρχαιου πολιτισμού — τη βυζαντινή τους παράδοση. Σε ορισμένα μέρη το ελληνικό στοιχείο ενισχύθηκε με τις συχνές μεταναστεύσεις — ή και βίαιες μετακινήσεις — εποίκων από το Αιγαίο και την ηπει¬ρωτική Ελλάδα. Αξιόλογα και περισσότερο διαρκή απο¬τελέσματα είχαν οι προσπάθειες επιβιώσεως των Ελλήνων του Πόντου. Ο ορεινός όγκος των Ποντικών Άλπεων — που αποκόβει την περιοχή από το εσωτερικό της Ανατολίας —, η διατήρηση έστω και για βραχύ διάστημα σχετικής αυτοτέ¬λειας και οι δυνατότητες επικοινωνίας — μέσω του Ευξείνου — με την Κωνσταντινούπολι και τις εμπορικές βάσεις των Βενετών και των Γενουατών υποβοήθησαν τον Ελληνισμό του Πόντου να χρησιμοποίηση με θαυμαστό τρόπο τη ζωτικό¬τητά του για τη συντήρηση του εθνικού του χαρακτήρος.

Η επέκταση των οθωμανικών κατακτήσεων στη Θράκη, στη Μακεδονία, στη Θεσσαλία και στην Ήπειρο υπονόμευσε και εδώ την οικονομία — που βρισκόταν ήδη σε πτώση — και την ομαλή δημογραφική εξέλιξη. Η επιθυμία των κατοί¬κων να ξεφύγουν από τα δεινά που επισώρευσε η αναταραχή των πρώτων φάσεων της τουρκικής κατακτήσεως προκαλούσε μαζικές μετακινήσεις, με σοβαρές συνέπειες στην οικονομία.

Η επέκταση των Οθωμανών Τούρκων στην Ευρώπη άρχισε ουσιαστικά το 1354 με την κατάληψη της Καλλιπόλεως. Μέσα σε διάστημα ενός αιώνος έθεσαν οι Τούρκοι υπό την κυριαρχία τους μεγάλο τμήμα της Βαλκανικής Χερσονήσου, ενώ παράλληλα συνέχισαν την εξάπλωση τους στη Μικρά Ασία της οποίας κατέλαβαν το μεγαλύτερο τμήμα. Με την κατάληψη της ανατολικής Θράκης, λίγο μετά τα μέσα του 14ου αι., απέκτησαν οι Τούρκοι το απαραί¬τητο προγεφύρωμα για τις ευρωπαϊκές κατακτήσεις τους. Ως το 1402 είχαν εξαπλωθή στη Βουλγαρία, στη Μακεδονία και στη Θεσσαλία, αλλά η προέλασή τους ανακόπηκε για αρκε¬τά χρόνια μετά τη συντριβή τους από τον Ταμερλάνο στη μά¬χη της Αγκύρας. Από το γεγονός αυτό επωφελούμενοι οι αυ¬τοκράτορες του Βυζαντίου και οι υπόλοιποι χριστιανοί ηγεμό¬νες των γειτονικών χωρών ανακατέλαβαν ορισμένα εδάφη και προσπάθησαν να απωθήσουν τους εισβολείς, χωρίς όμως ουσιαστικά αποτελέσματα. Με την άνοδο στον θρόνο του Μουράτ Β’ και αργότερα του Μωάμεθ Β’ οι Τούρκοι ισχυροποιήθηκαν και πάλι, συνέχισαν τις κατακτήσεις τους στην Ελληνική χερ¬σόνησο, κυρίευσαν την Κωνσταντινούπολι και το 1461 κατέλυσαν την αυτοκρατορία της Τραπεζούντος, το τελευταίο ανεξ¬άρτητο ελληνικό κράτος. Μόνο τα νησιά τον Ιονίου και του Αιγαίου, η Κρήτη, η Κύπρος και ορισμένες περιοχές στην Πε¬λοπόννησο και στην υπόλοιπη Ελλάδα εξακολουθούσαν να πα¬ραμένουν υπό τον έλεγχο των Λατίνων.
Οι πληθυσμιακές εκείνες μετατο¬πίσεις πραγματοποιούνται συνήθως προς τις βενετικές κτήσεις της Ελληνικής χερσονήσου και του Αιγαίου. Έτσι μέσα σε διάστημα μισού περίπου αιώνα οι πόλεις της Στερεάς και της Πελοποννήσου που κατείχαν οι Βενετοί (Ναύπακτος, Ναύπλιο, Μεθώνη, Κορώνη και από το 1463 και η Μονεμβασία) μετα¬τρέπονται από απλοί εμπορικοί σταθμοί σε θορυβώδη, πολυάνθρωπα αστικά κέντρα. Εξ άλλου, ομάδες ποιμενικών κυρίως οικογενειών από την Ήπειρο, τη δυτική Στερεά και την Πε¬λοπόννησο, χρησιμοποιώντας ως γέφυρα τις βενετοκρατούμε¬νες περιοχές, διαπεραιώνονται στην Ιταλία. Η μετανάστευση προς τις ιταλικές περιοχές ενισχύθηκε κατά τη σταδιακή υπο¬χώρηση των Βενετών από τις ελληνικές τους κτήσεις, οπότε πλήθη ανθρώπων — συνήθως με στενούς δεσμούς με το βενε¬τικό καθεστώς — ξεκινούσαν για να εγκατασταθούν μόνιμα, άλλοτε στα ισπανικά κρατίδια της Σικελίας και της Νεαπόλεως, άλλοτε στα ανατολικά παράλια της ιταλικής χερσονήσου, άλλοτε στη βενετική Ιστορία και συχνά στην ίδια τη Βενετία. Όλοι αυτοί, φυγάδες, ναυτικοί, στρατιωτικοί, έμποροι, κωδικογράφοι ή μεταπράτες χειρογράφων, συσπειρώνονταν σε Αδελφότητες (Scuole, Confraternita), αποκτούσαν — με την οικο¬δόμηση ορθόδοξης εκκλησίας — το εκκλησιαστικό και εθνικό τους κέντρο, και συγκροτούσαν σιγά σιγά (μεταξύ του β΄ ημίσεος του 15ου και των μέσων του 16ου αιώνος) τους πυρήνες των πρώτων ελληνικών παροικιών της δυτικής Ευρώπης. Από τα μέσα περίπου του 16ου αιώνος ελληνικοί πληθυσμοί της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Μακεδονίας, αναζητούν κα¬λύτερους όρους ειρηνικής ζωής σε βορειότερες επαρχίες της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ακολουθώντας συνήθως τους πα¬ραδοσιακούς χερσαίους δρόμους των κοιλάδων του Αλιάκμο¬νος, του Αξιού και του Στρυμόνος, περνούν, στην αρχή σε ολι¬γομελείς ομάδες, προς τα αναδυόμενα εμπορικά κέντρα της Σερ¬βίας, της Ουγγαρίας, των παραδουνάβιων περιοχών και της Τρανσυλβανίας. Από τους μετανάστες αυτούς θα δημιουργη¬θούν σταδιακά οι ελληνικές εστίες της βόρειας Βαλκανικής και της κεντρικής Ευρώπης, από τις οποίες ο Ελληνισμός θα αποκομίση στους επόμενους αιώνες, ιδίως από τα τέλη του 17ου και τον 18ο, πλήθος στοιχείων που θα στηρίξουν τη μελλοντι¬κή οικονομική, πολιτιστική και πολιτική του άνοδο.

Το μεγαλύτερο όμως τμήμα του ελληνικού λαού δεν έχει τη δυνατότητα να αναζητήση λιγώτερο ασφυκτικές συνθήκες σε μακρινούς τόπους. Περιορίζεται λοιπόν σε μετακινήσεις τοπι¬κού χαρακτήρος : προς τα ασφαλέστερα ορεινά ή σε ορισμένα αστικά κέντρα, που υπόσχονται σχετικά καλύτερους όρους ζωής. Ανάλογες διαθέσεις φυγής παρατηρούνται και μεταξύ του νη¬σιωτικού κόσμου. Η ανασφάλεια — που προέρχεται κυρίως από τις καταστροφικές επιδρομές των κουρσάρων και πειρα¬τών — καθώς επίσης και οι φθορές από τις αυθαιρεσίες των αγημάτων του οθωμανικού στόλου (ή και του αντιπάλου του βενετικού) υποχρεώνουν τον νησιωτικό πληθυσμό να αναζητή νέες εστίες σε ορεινές ή οχυρές τοποθεσίες ή ασφαλέστερες περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδος, της Μικράς Ασίας ή με¬γαλύτερων νησιών.
Η τάση αυτή — ενστικτώδης τις περισσότερες φορές — δεν εξασφάλισε το ελληνικό στοιχείο από τις αναπόδραστες δημο¬γραφικές αιμορραγίες. Οι βασικοί συντελεστές της φθοράς του Ελληνισμού — οι εξισλαμισμοί και το παιδομάζωμα, οι αιχμα¬λωσίες και οι απώλειες από τις πολεμικές αναστατώσεις, τις στρατολογίες και τις επιδημικές ασθένειες — υπονόμευαν στα¬θερά και την εθνική ακόμη ύπαρξη των Ελλήνων, προπάντων κατά τους δύο πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας.

Από την «Ιστορία του Ελληνικού έθνους» της «Εκδοτικής Αθηνών». Τόμος 10ος. 
Επιμέλεια κειμένου, Κωνσταντίνα Κυριακούλη.