<< Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, διήρχετο ὁ ᾿Ιησοῦς
τὴν ῾Ιεριχώ· καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ὀνόματι καλούμενος Ζακχαῖος, καὶ αὐτὸς ἦν
ἀρχιτελώνης, καὶ οὗτος ἦν πλούσιος, καὶ ἐζήτει ἰδεῖν τὸν ᾿Ιησοῦν τίς
ἐστι, καὶ οὐκ ἠδύνατο ἀπὸ τοῦ ὄχλου, ὅτι τῇ ἡλικίᾳ μικρὸς ἦν. καὶ
προδραμὼν ἔμπροσθεν ἀνέβη ἐπὶ συκομορέαν, ἵνα ἴδῃ αὐτόν, ὅτι ἐκείνης
ἤμελλε διέρχεσθαι. καὶ ὡς ἦλθεν ἐπὶ τὸν τόπον, ἀναβλέψας ὁ ᾿Ιησοῦς εἶδεν
αὐτὸν καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· Ζακχαῖε, σπεύσας κατάβηθι· σήμερον γὰρ ἐν τῷ
οἴκῳ σου δεῖ με μεῖναι. καὶ σπεύσας κατέβη, καὶ ὑπεδέξατο αὐτὸν χαίρων.
καὶ ἰδόντες πάντες διεγόγγυζον λέγοντες ὅτι παρὰ ἁμαρτωλῷ ἀνδρὶ εἰσῆλθε
καταλῦσαι. σταθεὶς δὲ Ζακχαῖος εἶπε πρὸς τὸν Κύριον· ἰδοὺ τὰ ἡμίση τῶν
ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς, καὶ εἴ τινός τι
ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν. εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι
σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο, καθότι καὶ αὐτὸς υἱὸς Ἀβραάμ
ἐστιν. ἦλθε γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ζητῆσαι καὶ σῶσαι τὸ ἀπολωλός.>>
1. Ο ΠΟΘΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΕΜΠΟΔΙΑ
Στὴν Ἱεριχὼ ὁ ἀρχιτελώνης Ζακχαῖος ἦταν ἀπορροφημένος ἀπὸ τὶς φοροεισπρακτικές του ἐργασίες. Διευθυντὴς τοῦ τελωνείου,
εἶχε πολλὰ ζητήματα νὰ τακτοποιήσει, ἀλλὰ καὶ πολλὲς ἀπολαβές. Τὴν
ἡμέρα ἐκείνη ὅμως κάτι ἄλλαξε μέσα του. Ἔμαθε πὼς ἀπὸ τὴν πόλη του θὰ
περνοῦσε ὁ Κύριος. Καὶ ἤθελε πολὺ νὰ Τὸν δεῖ, νὰ δεῖ ποιὸς εἶναι...
Εἶχε
ὅμως μαζευθεῖ τόσο πολὺς λαὸς γύρω ἀπὸ τὸν Κύριο ποὺ διέσχιζε τὴν πόλη,
ὥστε ἦταν ἀδύνατο νὰ Τὸν προσεγγίσει. Ἦταν καὶ κοντὸς στὸ ἀνάστημα καὶ
δὲν μποροῦσε νὰ Τὸν δεῖ ἔστω καὶ ἀπὸ μακριά. Καὶ τί κάνει; Τρέχει ἀμέσως
σὰν νά ’ταν μικρὸ παιδί, κι ἀνεβαίνει πάνω σ’ ἕνα δέντρο, σὲ μιὰ
συκομουριά, γιὰ νὰ Τὸν δεῖ. Διότι ἀπὸ ἐκεῖ θὰ περνοῦσε ὁ Ἰησοῦς Χριστός.
Μόλις πλησίασε ὁ Κύριος, ἀμέσως κατευθύνθηκε πρὸς τὸ δέντρο, σήκωσε τὸ βλέμμα του καὶ κοίταξε τὸν Ζακχαῖο. Καὶ χωρὶς νὰ Τὸν γνωρίζει ἀπὸ πρίν, τὸν φωνάζει μὲ τὸ ὄνομά του καὶ τοῦ λέει: Ζακχαῖε, κατέβα γρήγορα. Σήμερα πρέπει νὰ μείνω στὸ σπίτι σου. Καὶ ὁ Ζακχαῖος κατεβαίνει ἀμέσως, καὶ μὲ χαρὰ μοναδικὴ ὑποδέχεται τὸν Κύριο στὸ σπίτι του.
Κάποιοι ἄνθρωποι βέβαια, μόλις τὸ εἶδαν αὐτό, μουρμούριζαν μὲ ἀγανάκτηση ἐναντίον του καὶ μὲ περιφρόνηση ἔλεγαν ὅτι στὸ σπίτι ἀνθρώπου ἁμαρτωλοῦ μπῆκε νὰ μείνει καὶ νὰ ἀναπαυθεῖ.
Ὁ Ζακχαῖος ὅμως δὲν ὑπολόγισε τίποτε ἀπὸ αὐτά. Διότι ζοῦσε τὴ μεγαλύτερη χαρὰ τῆς ζωῆς του. Καὶ ποιὸς θὰ τὸ περίμενε; Ἕνας διευθυντὴς τοῦ τελωνείου, ἕνας ἄν-θρωπος τόσο πλούσιος, ἕνα πρόσωπο τῆς ὑψηλῆς κοινωνίας, ποὺ καθημερινὸ ἐνδιαφέρον εἶχε πῶς θὰ πλουτίσει περισσότερο, νὰ ἔχει καὶ πνευματικὰ ἐνδιαφέ-ροντα! Καὶ νὰ θέλει νὰ δεῖ τὸν Κύριο. Καὶ νὰ μὴν ὑπολογίζει τὰ τόσα ἐμπόδια στὸ δρόμο του αὐτό. Ἐπιθυμοῦσε νὰ δεῖ τὸν Ἰησοῦ. Θὰ εἶχε ἀκούσει νὰ μιλοῦν γιὰ τὸν Κύριο, καὶ ἰδιαιτέρως γιὰ τὴν ἐπιείκεια καὶ συγκατάβαση ποὺ ἔδειχνε στοὺς τελῶνες. Καὶ ἤθελε νὰ δεῖ ποιὸς εἶναι αὐτός.
Οἱ ἐξωτερικοὶ τύποι καὶ τρόποι συμπε-ριφορᾶς ἀσφαλῶς δὲν τοῦ ἐπέτρεπαν νὰ κάνει μιὰ τέτοια τρέλα, νὰ ἀναρριχηθεῖ πάνω σ’ ἕνα δέντρο. Ἀλλὰ ὁ πόθος του νὰ δεῖ τὸν Χριστὸ τὸν ἔκανε νὰ καθυποτάξει κάθε ἐπιφύλαξη καὶ νὰ ὑπερνικήσει κάθε ἐμπόδιο. Δὲν ὑπολόγισε οὔτε τὴ θέση του οὔτε τὴν προσωπική του ἀξιοπρέπεια οὔτε τὰ σχόλια τῶν ἄλλων.
Ὅσοι λοιπὸν θέλουμε νὰ γνωρίσουμε τὸν Κύριο, νὰ Τὸν κάνουμε ἔνοικο στὴν ψυχή μας, νὰ Τὸν κάνουμε κυβερνήτη τῆς ζωῆς μας, θὰ πρέπει νὰ μάθουμε νὰ ὑπερπηδοῦμε κάθε ἐμπόδιο στὸν πόθο μας αὐτό. Νὰ μὴν ὑπολογίζουμε κόπους καὶ δυσκολίες, σχόλια καὶ εἰρωνεῖες· οὔτε πιθανὴ ἀπομόνωση ἀπὸ τὸν κοινωνικό μας περίγυρο ἢ ἀπώλεια τῆς κοινωνικῆς μας καταξίωσης. Πρῶτα ἀπ’ ὅλα καὶ πά-νω ἀπ’ ὅλα νὰ κυριαρχεῖ ὁ πόθος μας νὰ γνωρίσουμε τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ζήσουμε μ’ Αὐτόν, ὅ,τι κι ἂν αὐτὸ μᾶς κοστίζει.
2. Η ΑΛΛΑΓΗ
Ὁ Ζακχαῖος τώρα μέσα στὸ σπίτι του
ἐκδηλώνει τὴν ἀληθινὴ καὶ σταθερὴ μετάνοιά του. Στέκεται κάποια στιγμὴ
μπροστὰ στὸν Κύριο καὶ τοῦ λέει:
–Κύριε, τὴ μισὴ περιουσία μου τὴ δίνω στοὺς πτωχούς. Καὶ ἐὰν τυχὸν ὡς τελώνης ἀδίκησα μὲ ψεύτικες καταγγελίες καὶ ἀναφορὲς κάποιον γιὰ νὰ καταχρασθῶ τὴν περιουσία του, τοῦ τὸ ἐπιστρέφω τετραπλάσιο.
–Κύριε, τὴ μισὴ περιουσία μου τὴ δίνω στοὺς πτωχούς. Καὶ ἐὰν τυχὸν ὡς τελώνης ἀδίκησα μὲ ψεύτικες καταγγελίες καὶ ἀναφορὲς κάποιον γιὰ νὰ καταχρασθῶ τὴν περιουσία του, τοῦ τὸ ἐπιστρέφω τετραπλάσιο.
Τότε τοῦ λέει ὁ Κύριος: «Σήμερα, μὲ τὴν ἐπίσκεψή μου ἐδῶ ἦλθε ἡ σωτηρία στὸ σπίτι αὐτό. Καὶ ἔπρεπε νὰ σωθεῖ κι ὁ τελώνης αὐτός, διότι κι αὐτὸς εἶναι ἀπόγονος τοῦ Ἀβραάμ. Διότι ὁ «υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου» ἦλθε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στὴ γῆ γιὰ νὰ ἀναζητήσει καὶ νὰ σώσει τὸ χαμένο του πρόβατο, ποὺ κινδύνευε νὰ πεθάνει στὴν ἁμαρτία».
Κι ἕνα τέτοιο χαμένο πρόβατο πού βρέθηκε ἦταν καὶ ὁ Ζακχαῖος. Ἦρθε καὶ γι’ αὐτὸν ἡ ὥρα τῆς χάριτος, ἡ ὥρα τῆς μετανοίας. Μιᾶς μετάνοιας ποὺ κυοφορήθηκε καὶ ὡρίμασε μὲ τὴ γνωριμία του μὲ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Ἡ διακήρυξη τῆς ἐπανορθώσεώς του ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς προσωπικῆς σχέσεως ποὺ εἶχε μὲ τὸν Κύριο. Μόλις γνώρισε τὸν Χριστό, δὲν ὑπολογίζει οὔτε τὴν περιουσία του οὔτε τὸ ἀξίωμά του. Μοιράζει ὅλη του τὴν περιουσία. Καὶ τὴ δίνει ἀμέσως. Δὲν λέει ὅτι θὰ τὰ δώσει ἀργότερα ἢ μετὰ τὸν θάνατό του. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος ἐπιβεβαιώνει τὴ γνήσια μετάνοια τοῦ Ζακχαίου λέγοντας ὅτι σήμερα ἦλθε ἡ σωτηρία στὸ σπίτι αὐτό.
Πόσο γρήγορα ἄλλαξε ὁ Ζακχαῖος! Ὁ ἄδικος ἔγινε ἐλεήμων, ὁ πάμπλουτος πάμφτωχος, ὁ ἐγκόσμιος ὑπερκόσμιος, ὁ ὑλόφρων θεόφρων, ὁ φίλος τοῦ χρήματος φίλος τοῦ Χριστοῦ. Μαθητὴς τοῦ Κυρίου καὶ ἀργότερα συνοδὸς τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, ἐπίσκοπος Καισαρείας καὶ Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας.
Μέσα στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ λοιπὸν ὅλα διορθώνονται. Μὲ τὴ μετάνοια καὶ ἱερὰ Ἐξομολόγηση ὅλα μποροῦν νὰ ἀλλάξουν. Ἀρκεῖ ἐμεῖς νὰ ζοῦμε καθημερινὰ μὲ μετάνοια καὶ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητός μας καὶ νὰ ἀφήνουμε τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ ἐργάζεται τὴ μεταμόρφωση καὶ ἀναγέννησή μας. Κι ὅταν ὁ Κύριος κρίνει, θὰ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὰ πολλά μας πάθη καὶ τὶς ἀδυναμίες μας, θὰ μᾶς ἀναγεννήσει, θὰ μᾶς ἐξαγιάσει.
Καλή και ευλογημένη Κυριακή