Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 01 Ιανουαρίου 2023
Ὅταν τελείωσαν οἱ ἡμέρες τῆς παραμονῆς τους ἐκεῖ, πῆραν τόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Ὅμως τό βραδύ τῆς μέρας αὐτῆς, σάν σταμάτησαν οἱ ταξιδιῶτες-προσκυνητές γιά τή νύκτα τους σέ κάποιο σταθμό, εἶδαν ἡ Παναγία καί ὁ Ἰωσήφ ὅτι ὁ Ἰησοῦς δέν ἦταν μαζί τους. Ἀνήσυχοι πολύ ξαναγύρισαν ἀμέσως στά Ἱεροσόλυμα ἀναζητώντας τον μέ ἀγωνία.
Τήν τρίτη ἡμέρα τόν βρῆκαν. Ἦταν στό Ναό τοῦ Σολομῶντος. Βρισκόταν ἀνάμεσα στούς διδασκάλους πού δίδασκαν ἐκεῖ στά προπύλαια τοῦ περίφημου Ναοῦ τους καί ἐξηγοῦσαν τό Νόμο τους. Εἶχαν τριγύρω μαζευθεῖ ἀρκετοί καί παρακολουθοῦσαν αὐτή τή σπάνια σκηνή. Τόν Ἰησοῦ — ἕνα δωδεκάχρονο Παιδί, πού ἀκτινοβολοῦσε ὅμως χάρη καί σύνεση — νά εἶναι ἀνάμεσα στούς ραββίνους καί νά ἀκούει μέ σεβασμό καί προσοχή ὅτι αὐτοί οἱ δάσκαλοι δίδασκαν. Ἀλλά καί νά ρωτάει πάνω σ’ αὐτά πού δίδασκαν, ἐμβαθύνοντας σέ ὅ,τι ἔλεγαν ἤ καί θέλοντας νά μάθει κάτι. Ἀκόμη, ὅταν ἐκεῖνοι τόν ρῶ- τοῦσαν, καθώς ἔβλεπαν ὅτι εἶχε νοημοσύνη ἐξαιρετική, νά ἀπαντάει ταπεινά μέ ἀπαντήσεις πού προκαλοῦσαν θαυμασμό καί καταπλήξη, γιατί ἤταν σοφές!
Ὅταν σέ λίγο ἡ Παναγία Μητέρα τοῦ παραπονέθηκε πού τούς ἄφησε μέ τήν ἀπουσία του νά τόν ἀναζητοῦν μέ ἀγωνία, ὁ Ἰησοῦς μέ ἀπλότητα εἶπε· Γιατί μέ ἀναζητούσατε; Δέν ξέρατε ὅτι πρέπει νά βρίσκομαι στόν Οἶκο τοῦ Πατρός μου;… Καί ἄφησε ἔτσι νά φανεῖ πῶς Ἄλλος ἦταν ὁ Πατέρας του, ὁ Θεός· κι ὅτι δηλαδή εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ.
Παρ’ ὅλα ὅμως αὐτά τά θαυμαστά πού ἔκανε, ὁ Ἴδιος «ἤν ὑποτασσόμενος αὐτοῖς»∙ ὑπάκουε σ’ αὐτούς, τήν Παναγία Μητέρα Του καί τόν Προστάτη τους Ἰωσήφ, καί ἔκανε ὅτι ἐκεῖνοι τοῦ ἔλεγαν. Καί μεγάλωνε ταπεινά κοντά τους ἕως ὅτου θά ἔφθανε ὁ καιρός, γιά ν’ ἀρχίσει τό θεῖο ἔργο του στή γῆ.
Τί μοναδικό καί ἀνυπέρβλητο πρότυπο ζωῆς!Τό πρῶτο· Νά θέλει κανείς νά «ἀκούει». Τί τέχνη κι ἀρετή ἀπαιτεῖ αὐτό! Πόσο πρέπει κανείς νά ἐπιβάλλεται στόν ἑαυτό του. Νά μή τόν θεωρεῖ αὐτάρκη ἤ καί παντογνώστη. Νά μή κάνει τόν ἔξυπνο προβάλλοντας συνεχῶς τίς ἀπόψεις του καί μήν ἀφήνοντας τούς ἄλλους νά μιλήσουν. Νά θεωρεῖ εὐκαιρία τό νά συναντᾶ καί ν’ ἀναστρέφεται ἀνθρώπους πνευματικούς, σοφούς, μέ σύνεση καί πολύτιμη πείρα.
Καί ἀφοῦ πρῶτα μάθει ν’ ἀκούει προσεκτικά, μπορεῖ ὕστερα νά διατυπώνει τά ἐρωτηματικά, τίς ἀπορίες του. Νά ρωτάει. Πόση ἀρετή χρειάζεται καί τοῦτο! Πόση ταπείνωση. Δέν μπορεῖ βέβαια νά τά ξέρει ὅλα ὁ ἄνθρωπος. Κι εἶναι σπουδαῖο πρᾶγμα νά θέλει νά ρωτάει. Νά μαθαίνει ὅλο καί περισσότερα. Νά ἐμβαθύνει σέ ὅτι ἀκούει, γιά νά κατανοήσει περισσότερο, νά ὠφεληθεῖ περισσότερο. Νά ρωτάει σεμνά, σεβαστικά· γιά νά μάθει, ὄχι γιά νά προκαλέσει ἤ νά παγιδέψει ἤ νά ἐκθέσει, καθώς τό συνηθίζουν μερικοί.
Καί ἄν αὐτοί οἱ δύο δρόμοι – τοῦ ν’ ἀκούει καί τοῦ νά ἐρωτᾶ κανείς – ὁδηγοῦν μέ βεβαιότητα στήν πρόοδο καί τήν ἀπόκτηση ἀνθρωπίνων γνώσεων, πόσο πιό πολύ χρήσιμοι φαίνεται νά εἶναι στήν πορεία τήν πνευματική του ἀνθρώπου! Στό νά γνωρίσει τίς ἀλήθειες τῆς Πίστεως, στό νά μάθει τά μυστικά τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος. Νά ἀκούει καί νά ρῶτα. Νά ρῶτα καί νά ἀκούει τούς πνευματικούς ἀνθρώπους, τούς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ.
Στήν ἀρχή τοῦ νέου ἔτους, πού καθένας ἀναζητεῖ ἕνα στόχο μέσα ἀπό τόν ὁποῖον θά ἀξιοποιήσει ὅσο γίνεται καλύτερα καί σωστότερα τόν χρόνο πού τοῦ χαρίζει ὁ Θεός, ἄς ἀτενίσουμε πρός τόν Δωδεκαετῆ Ἰησοῦ καί ἄς τόν δοῦμε «ἐν μέσῳ τῶν διδασκάλων ἀκούοντα αὐτῶν καί ἐπερωτῶντα αὐτούς». Δείχνει τόν τρόπο τῆς ἐπιτυχίας καί τῆς προόδου.