–«Τίς ὁ ἁψάμενός μου;». Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ μὲ ἄγγιξε;
Ἐνῶ ὅλοι ἀρνοῦνται, ὁ Πέτρος λέει:
–Κύριε, τὰ πλήθη Σὲ ἔχουν περικυκλώσει καὶ Σὲ πιέζουν ἀσφυκτικά, κι Ἐσὺ λές, «ποιὸς μὲ ἄγγιξε;»;
–«Ἥψατό μού τις», ἐπιμένει ὁ Κύριος. Κάποιος μὲ ἄγγιξε. «Ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾿ ἐμοῦ». Ἐγὼ κατάλαβα ὅτι βγῆκε ἀπὸ πάνω μου δύναμη θαυματουργική.
Τότε ἡ αἱμορροούσα γυναίκα ποὺ εἶχε ἀκουμπήσει «τὸ κράσπεδον», τὴν ἄκρη τοῦ χιτώνα Του, καὶ εἶχε θεραπευθεῖ, ἦλθε μπροστά Του καὶ ὁμολόγησε μπροστὰ σὲ ὅλους τὸ θαῦμα ποὺ ἔζησε. Ὁ Κύριος τὴν εὐλόγησε:
–Ἔχε θάρρος, κόρη μου! Ἡ πίστη σου σὲ ἔχει σώσει. Πήγαινε στὸ καλὸ εἰρηνική!
Ὁ Κύριος εἶχε τὴν αἴσθηση ὅτι μόνο ἕνας Τὸν ἄγγιξε· ὅλοι ὅσοι Τὸν στρίμωχναν, ἀρνήθηκαν ὅτι Τὸν ἄγγιξαν· μόνο μία γυναίκα εἶχε τὴ συνείδηση ὅτι Τὸν ἄγγιξε οὐσιαστικά, μὲ πίστη καὶ ταπείνωση!…
Ἀπὸ τότε ἑκατοντάδες χιλιάδες πλησιάζουν τὸν Κύριο: ὅταν προσεύχονται, ὅταν μελετοῦν τὴν Ἁγία Γραφή, ὅταν προσέρχονται στὸ Μυστήριο τῆς ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως, ἀλλὰ κυρίως ὅταν κοινωνοῦν. Πλήθη πιστῶν! Πλήθη πιστῶν Τὸν πλησιάζουν, ἀλλὰ ποιὸς πραγματικὰ Τὸν ἀγγίζει ὅπως ἡ αἱμορροούσα γυναίκα καὶ νιώθει θεία δύναμη νὰ πλημμυρίζει τὴν ὕπαρξή του, καὶ τὴν θεία Χάρι νὰ τὸν ἀναγεννᾶ; Γιὰ ποιὸν ὁ Κύριος μπορεῖ νὰ πεῖ: Σήμερα «ἥψατό μού τις»; Σήμερα κάποιος μὲ ἄγγιξε, ἦλθε σὲ ἀληθινὴ κοινωνία μαζί μου.
Εὐτυχὴς ὅποιος προσέρχεται στὸν Κύριο μὲ πίστη καὶ ταπείνωση, μὲ ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξή του στραμμένη σ᾿ Ἐκεῖνον, μὲ ὅλη του τὴν ἀγάπη, μὲ ὅλη του τὴν εὐγνωμοσύνη! Ἐκεῖνος θὰ θεραπεύεται ἀπὸ τὶς πληγὲς τῆς ψυχῆς του καὶ θὰ λαμβάνει τὴν εἰρήνη καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ!
–«Μὴ φοβοῦ, μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται». Μὴ φοβᾶσαι· μόνο συνέχισε νὰ πιστεύεις, καὶ θὰ σωθεῖ ἡ κόρη σου ἀπὸ τὸν θάνατο.
Εἶναι κάποιες στιγμὲς στὴ ζωή μας κατὰ τὶς ὁποῖες νιώθουμε ὅτι δὲν ἀντέχουμε, ὅτι λυγίζουμε κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῶν θλίψεων καὶ τῶν πειρασμῶν· θύελλα λογισμῶν σηκώνεται μέσα μας καὶ μᾶς συνταράζει: Τί δυστυχία! Πῶς θὰ τὸ σηκώσω αὐτό; Λοιπὸν χάθηκαν ὅλα;».
«Μὴ φοβοῦ, μόνον πίστευε», λέει τότε καὶ σ᾿ ἐμᾶς ὁ Κύριος. Μὴν καταποντίζεσαι στὸ πέλαγος τῶν φόβων καὶ τῆς ἀγωνίας· κράτα σταθερὴ καὶ ἀσάλευτη τὴν ἐμπιστοσύνη σου σ᾿ Ἐμένα. Δὲν θὰ σὲ ἀφήσω μόνο…
Τέτοιες δύσκολες ὧρες νὰ μὴ σβήσει μέσα μας ἡ πίστη καὶ ἡ ἐλπίδα.
Ὁ ἅγιος Δωρόθεος ἔγραφε κάποτε σὲ Μοναχὸ ποὺ περνοῦσε μεγάλο πειρασμό, ἀπαντώντας σὲ ἐπιστολή του:
«Παιδί μου, ἄφησε κάθε δικό σου λογισμό, ἀκόμη κι ἂν εἶναι συνετός, καὶ κράτα τὴν ἐλπίδα στὸν Θεό… νὰ στερεωθεῖς στὸν δρόμο τῆς ἐλπίδας στὸν Θεό· γιατὶ εἶναι ὁ πιὸ ἀσφαλὴς καὶ ἀμέριμνος δρόμος»(*).
–«Μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει». Μὴν κλαῖτε· δὲν πέθανε, ἀλλὰ κοιμᾶται.
Ἐκεῖνοι ὅμως Τὸν περιγελοῦσαν, ἐπειδὴ γνώριζαν καὶ εἶχαν βεβαιωθεῖ ὅτι τὸ κοριτσάκι εἶχε πεθάνει.
Ὁ Κύριος περιγελάσθηκε τὴν ὥρα ποὺ ἔδινε μιὰ πολύτιμη συμβουλὴ σὲ βαρυπενθοῦντες, ὅταν φανέρωνε τὴν πιὸ ἐλπιδοφόρα ἀλήθεια τῆς ζωῆς μας, ὅτι δηλαδὴ ὁ θάνατος εἶναι ὕπνος. Εἶπε τὰ λόγια αὐτὰ σ᾿ ἐκείνους, διότι σὲ λίγο θὰ ξαναχάριζε στὴν κόρη τὴ ζωή, θὰ τὴν ἀνέσταινε. Ἀπευθύνει ὅμως τὰ ἴδια λόγια καὶ σὲ μᾶς γιὰ νὰ μᾶς βεβαιώσει γιὰ τὴν τελικὴ ἀνάσταση.
Μὲ τὰ λόγια Του αὐτὰ ὁ Κύριος δὲν μᾶς ἀποτρέπει νὰ πενθοῦμε τὸν νεκρό μας· μᾶς ἀποτρέπει νὰ τὸν πενθοῦμε ἀπαρηγόρητοι καὶ ἀπελπισμένοι· διότι δὲν χάθηκε γιὰ πάντα, οὔτε ἰσχύει ὅτι δὲν θὰ τὸν ξαναδοῦμε ποτέ. Στὴν κοινὴ ἀνάσταση θὰ «ξυπνήσει», θὰ ἀναστηθεῖ καὶ ἐκεῖνος ὅπως ὅλοι οἱ νεκροί, «οἱ κεκοιμημένοι», καὶ ἔτσι ὅλοι μαζὶ ἀχώριστοι γιὰ πάντα θὰ ὑμνοῦμε τὴν Ἁγία Τριάδα στὴν ἀπέραντη αἰωνιότητα. Μακάρι ὅλοι νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ ἀποκτήσουμε τέτοια πίστη στὸν Νικητὴ τοῦ θανάτου, τὸν Κύριο καὶ Λυτρωτή μας, ὥστε νὰ ζήσουμε ἀπὸ τώρα τὴν ἀλήθεια ὅτι ὁ θάνατος εἶναι κοίμηση, ὕπνος.
(*) «Τέκνον, ἄφες πάντα λογισμὸν ἴδιον, κἂν συνετὸς ᾖ, καὶ κράτει τὴν εἰς Θεὸν ἐλπίδα, τὸν ἐκ περισσοῦ ποιοῦντα ὧν αἰτούμεθα ἢ νοοῦμεν. Ἠδυνάμην πᾶσιν οἷς εἶπας ἀντιθῆναι, ἀλλ᾿ οὐ θέλω ἀντιστῆναί σοι οὐδὲ ἐμαυτῷ, εἰ μὴ μᾶλλον ἐμμεῖναί σε τῇ ἐπὶ τὴν ἐλπίδα τοῦ Θεοῦ ὁδῷ· αὕτη γὰρ ἀμεριμνοτέρα καὶ ἀσφαλεστέρα ἐστίν. Ὁ Κύριος μετὰ σοῦ» (Ἀββᾶ Δωροθέου, Ἔργα ἀσκητικά, ἐκδ. «Ἑτοιμασία», Καρέας 20006, Ἐπιστ. η´, § 193, σελ. 418).