Κάποιος άνθρωπος, είπε, κατέβαινε από τα Ιεροσόλυμα στην Ιεριχώ και έπεσε σε ενέδρα ληστών, οι οποίοι τον λήστεψαν, τον έγδυσαν, τον καταπλήγωσαν και τον εγκατέλειψαν μισοπεθαμένο. Κάποια στιγμή ένας ιερεύς που κατέβαινε στο δρόμο εκείνο, ενώ τον είδε από μακριά, πέρασε από το απέναντι μέρος χωρίς να του δώσει καμία βοήθεια. Παρόμοια και κάποιος Λευίτης, υπηρέτης του ναού, έφθασε στο μέρος εκείνο. Αυτός φάνηκε ακόμη πιο άσπλαχνος. Ήλθε πολύ κοντά, είδε την άθλια κατάσταση του πληγωμένου ανθρώπου κι έφυγε. Ο ιερεύς έφυγε από ενστικτώδη φιλαυτία, ενώ ο Λευίτης έπειτα από υπολογισμό.
Και τα δύο όμως πρόσωπα, ο ιερέας και ο Λευίτης είχαν κάτι κοινό: Ήταν δύο πρόσωπα που είχαν αξίωμα και έργο ιερό. Αυτοί εξαιτίας της ιδιότητάς τους θα έπρεπε περισσότερο από κάθε άλλο άνθρωπο της εποχής εκείνης να είναι συμπονετικοί και σπλαχνικοί, να δείξουν αγάπη στον ετοιμοθάνατο διαβάτη. Αυτοί λόγω της θέσεώς τους δίδασκαν και τους άλλους το καθήκον της αγάπης προς τον πλησίον. Κι όμως αθέτησαν το καθήκον τους αυτό. Είναι θλιβερό, εκείνοι που θα έπρεπε να δίνουν το παράδειγμα της αγάπης, να γίνονται παραδείγματα σκληρότητος. Οι άνθρωποι του Θεού να δυσφημούν τόσο πολύ το Θεό.
Κάτι τέτοιο δυστυχώς επαναλαμβάνεται πολλές φορές μέσα στην ιστορία σε «ανθρώπους του Θεού». Και είναι φοβερό να συμβαίνει κάποτε και σε μας. Σε μας που θέλουμε να είμαστε άνθρωποι της Εκκλησίας, να αποδεικνυόμαστε στην πράξη άσπλαχνοι, σκληροί, αδιάφοροι στον ανθρώπινο πόνο. Είναι τραγικό να ισχύει κάτι τέτοιο και για μας. Εάν δεν δείξουμε εμείς οι πιστοί χριστιανοί αγάπη, ποιος άλλος θα δείξει; Ο Κύριός μας το ξεκαθάρισε ότι χωρίς την αγάπη προς τον συνάνθρωπό μας, Βασιλεία ουρανών δεν πρόκειται να κληρονομήσουμε. Η αγάπη προς τον πλησίον είναι η σφραγίδα της γνησιότητός μας, η βασική προϋπόθεση της σωτηρίας μας.
Λοιπόν, ρώτησε ο Κύριος το νομοδιδάσκαλο, ποιος από τους τρεις αυτούς επιτέλεσε το καθήκον του προς τον πλησίον; Κι εκείνος απάντησε: Αυτός που τον συμπόνεσε και τον ελέησε. Ο Κύριος τότε του είπε: Πήγαινε και κάνε κι εσύ το ίδιο.
Αυτή την προσταγή δίνει και σε μας ο Κύριος. Μας ζητά δηλαδή να δείχνουμε αγάπη σε κάθε άνθρωπο που πάσχει, χωρίς να εξετάζουμε αν αυτός είναι δικός μας, ξένος ή εχθρός μας, και χωρίς να υπολογίζουμε θυσίες και κόπους και δαπάνες. Αυτό μας το δίδαξε ο Κύριος όχι μόνο μέσα από την παραβολή αυτή αλλά πολύ περισσότερο μέσα από τη ζωή του. Διότι ο ίδιος έγινε ο καλός Σαμαρείτης για μας. Αγάπησε τους ανθρώπους μέχρι θανάτου. Η αγάπη του κορυφώθηκε και έλαμψε σε όλο το μεγαλείο επάνω στο Σταυρό. Και μας ζητά να μάθουμε κι εμείς να αγαπάμε, να γινόμαστε καλοί Σαμαρείτες στους γύρω μας.
Δυστυχώς όμως στην εποχή μας, ενώ όλοι μιλούμε για αγάπη, πραγματική αγάπη δεν έχουμε. Κι αυτό φαίνεται περισσότερο στις σχέσεις μας με τα δικά μας πρόσωπα. Πώς τους μιλάμε, πώς τους φερόμαστε; Αλλά αν δυσκολευόμαστε να αγαπήσουμε τους δικούς μας, πόσο μάλλον τους ξένους; Γι΄ αυτό υποφέρουμε. Διότι αγάπη σημαίνει θυσία, σημαίνει να δίνουμε κι όχι να απαιτούμε να γίνουν οι άλλοι καλοί για να τους αγαπήσουμε. Αγάπη σημαίνει να γίνει πλατιά η καρδιά μας όπως των αγίων για να χωράει όλους, ακόμη κι αυτούς που μας δυσκολεύουν. Να τους προσφέρουμε την αγάπη μας με απαλό τρόπο, χωρίς να έχουν την αίσθηση ότι κάνουμε προσπάθεια για να τους αγαπήσουμε. Να ακούμε με πόνο τον πόνο τους, να τους ανακουφίζουμε στο πρόβλημά τους. Κατανοώντας το χαρακτήρα τους, να διαισθανόμαστε την κούρασή τους, τις δυσκολίες τους, τις επιθυμίες τους. Και να τους προσφέρουμε την αγάπη μας άλλοτε μ’ ένα στοργικό λόγο κι άλλοτε με τη σιωπή μας· άλλοτε με τη διακονία μας κι άλλοτε με θυσίες που κοστίζουν ίσως πολύ. Έτσι θα γίνουμε καλοί Σαμαρείτες. Έτσι θα δούμε πρόσωπο Θεού.