Το ιερό κειμήλιο

ΤΟ ΙΕΡΟ ΚΕΙΜΗΛΙΟ
Δεν πέρασαν πολλοί μήνες που ο Μιχάλης ο Πέλεκας ήταν στρατιώτης, και κηρύχτηκε, στα 1912, ο πόλεμος με την Τουρκία. Όπως σε όλα τα συντάγματα, έτσι και στο Μηχανικό, που υπηρετούσε, οι άντρες το άκουσαν με ακράτητο ενθουσιασμό. Οι στρατιώτες καθάρισαν τα όπλα και ήταν έτοιμοι για τα σύνορα. Και ο Μιχάλης ο Πέλεκας κατέβηκε στον Πειραιά ν΄ αποχαιρετήση τη μάνα του.
 
-Φεύγομε, μάνα, για τα σύνορα. Ήρθε ο καιρός. Πάμε να ελευθερώσωμε τους σκλάβους, ν’ ανοίξωμε τις εκκλησίες τις αλειτούργητες… Φεύγω. Την ευχή σου…

  Ατάραχη τ’ άκουσε η χήρα, η Σεριφιώτισσα.
-Με την ευχή της Παναγίας, παιδί μου, είπε. Έκρυψε ένα δάκρυ, που κατέβηκε από τα μητρικά της μάτια, κι έτρεξε να του ετοιμάση τ’ ασπρόρουχα. Ύστερα κατέβασε από τα εικονίσματα το μικρό Ευαγγέλιο, ιερό κειμήλιο του παπά, του πατέρα της, σταυροκοπήθηκε, το φίλησε και είπε:
-Πάρε το, παιδί μου, οδηγό σου και φυλαχτό σου.

Ο Μιχάλης το έβαλε μ’ ευλάβεια κάτω από το χιτώνιό του και κουμπώθηκε.
Όλα τ’ αγαπούσε ο Μιχάλης τα πατρογονικά κειμήλια κι όλα τα σεβόταν, μα πιο πολύ το μικρό αυτό Ευαγγέλιο, πολύτιμο δώρο χαρισμένο στον παπά, τον παππούλη του, από τον Πατριάρχη, τον καιρό που πήγε να προσκυνήση στα Ιεροσόλυμα.

Με το Ευαγγέλιο αυτό στα χέρια μεγάλωσε ο Μιχάλης. Κάθε Κυριακή διάβαζε το Ευαγγέλιο της ημέρας δυνατά, να τ’ ακούση κι άλλη μια φορά η μάνα του. Και τώρα πάλι, φεύγοντας από το σπίτι του, το ‘παιρνε μαζί του σύντροφο και βοηθό και παρηγόρια.
Πήρε λοιπόν τα ρούχα του, άλλαξε το φιλί του χωρισμού με τη μάνα του και ξεκίνησε να φύγη.

-Στην ευχή του Θεού παιδί μου… ώρα καλή! Μουρμούρισε η μάνα, η νησιώτισσα, η χαροκαμένη. Και στάθηκε παλληκαρίσια στην εξώπορτα, δυνατή κι αδάκρυτη, ώσπου το παιδί της χάθηκε στο βάθος του δρόμου, τραβώντας κατά την Αθήνα.

Όπως όλα τα Σώματα, έτσι και το Μηχανικό δοξάστηκε στον πόλεμο. Το τάγμα του Μιχάλη έκανε θαύματα. Σήκωσε προχώματα, έκαμε γεφύρια, βοήθησε το Πεζικό, έδωσε χέρι στα κανόνια. Έγινε κοσμαγάπητο. Περνούσε και οι φαντάροι φώναζαν:
-Γεια σας, σκαπανάκια! Ζήτω…

Και τα σκαπανάκια καμάρωναν και τραγουδούσαν, εύθυμα και γελαστά παιδιά, σαν να έκαναν γυμνάσια.
Ο Μιχάλης πρώτος πάντα στο λόχο του. Ή με την αξίνα δούλευε ή με το τουφέκι, ήταν τρομερός. Όταν είχαν καταυλισμό και ανάπαυση, ξαπλωνόταν παράμερα, έβγαζε από τον κόρφο του το Ιερό Βιβλίο και άρχιζε να διαβάζη:

Κύριος φωτισμός μου και σωτήρ μου, τίνα φοβηθήσομαι;
Κύριος υπερασπιστής της ζωής μου, από τίνος δειλιάσω;
(ψαλμός κζ’)
 
Ύστερα από λίγες μέρες η σημαία μας έφτασε εμπρός στα Γιαννιτσά. Τα τουρκικά στρατεύματα στάθηκαν εκεί με την απόφαση να υπερασπίσουν την ιερή τους πόλη.
Και η μάχη άρχισε. Όρμησε το Πεζικό, μούγκρισαν τα κανόνια, άναψε ο τόπος.

-Μέριασε, βράχε, να διαβώ! Φώναξε σε μια στιγμή ο Μιχάλης, σφίγγοντας το τουφέκι του. Και θυμήθηκε τα λόγια που άκουσε από το δάσκαλό του, όταν ήταν μικρός: Κύμα θα γίνη μια μέρα η Ελλάδα να καταπιή το βράχο!

Ο ποταμός Λουδίας με τα παραπόταμά του κυλούσε αντίκρυ τα νερά του. Σκληρή ήταν για το στρατό μας η επίθεση. Ο εχθρός ήταν καλά οχυρωμένος σε βουνοπλαγιές.

Έξαφνα ήρθε μια διαταγή! Να γεφυρωθή το ποτάμι!…
Το Μηχανικό έτρεξε εκεί. Έφτασαν στην όχθη. Οι άντρες άρχισαν τη δουλειά γρήγορα, βιαστικά, να στηθή γεφύρι, να περάση ο στρατός, ο νικητής. Αλλά ο εχθρός τους ένιωσε και τους έβαλε στο σημάδι. Οι οβίδες έπεφταν γύρω τους, βουλιάζοντας μες στο χώμα, σηκώνοντας τα νερά του ποταμού, σκοτώνοντας κόσμο.

Αλλά οι άντρες ατρόμητοι στη δουλειά τους. Τα εργαλεία δούλευαν και ο κρότος ακουόταν γρήγορος, βιαστικός, επίμονος. Το πυροβολικό μας θέλησε να τους προστατέψη και οι ελληνικές οβίδες περνούσαν πάνω από τα κεφάλια τους, σκάζοντας μες στα εχθρικά προχώματα.
Ο εχθρός κατάλαβε τον κίνδυνο. Αν οι Έλληνες περνούσαν τον ποταμό, ήταν χαμένοι. Τάγματα πυκνά έτρεξαν κατά το ποτάμι και άρχισαν να ρίχνουν με πείσμα. Τρομερή ήταν η ώρα εκείνη. Οι μισοί άφησαν τα εργαλεία κι έπιασαν τα τουφέκια, οι άλλοι δούλευαν στο γεφύρι.

Ο Μιχάλης έριξε μια ματιά γύρω και είδε τους αγαπημένους του συντρόφους που πολεμούσαν σαν λιοντάρια. Σήκωσε σε μια στιγμή την ψυχή του στο Θεό και είπε μέσα του:
-Κύριε, Κύριε, βοήθα την Ελλάδα μας!
Τίποτε άλλο. Έπειτα ξανάπιασε τη δουλειά.
Έξαφνα ένιωσε ένα δυνατό τράνταγμα, σαν να τον έσπρωξε κανείς πίσω. Παρά λίγο να πέση. Αλλά την ίδια στιγμή άκουσε πίσω του ένα δυνατό θόρυβο. Γύρισε και είδε. Ήταν το Πεζικό, που ερχόταν να βοηθήση τους γεφυροποιούς, να τους προστατέψη.
Σε λίγο ο εχθρός ζαλίστηκε και υποχώρησε. Το γεφύρι στήθηκε, τα στρατεύματα πέρασαν και προχωρούσαν προς τη Θεσσαλονίκη. Σε λίγο περνά δίπλα του ο Γεράσιμος ο Κεφαλλονίτης:

-Ε, Πέλεκα, του φώναξε.
-Εδώ είσαι κι εσύ; Είπε ο Μιχάλης.
-Εδώ κι όλο εμπρός! Απάντησε εκείνος.
Αλλά την ίδια στιγμή ξαφνιάστηκε και δείχνοντας το στήθος του Μιχάλη, στο μέρος της καρδιάς, είπε:

-Μωρέ Πέλεκα, μια τρύπα έχεις εδώ!

Ο Μιχάλης είδε και τα ‘χασε. Γρήγορα όμως θυμήθηκε το τράνταγμα που ένιωσε την ώρα της μάχης, κάτι κατάλαβε και, ξεκουμπώνοντας το χιτώνιό του, έβγαλε το Ευαγγέλιο.

Οι άντρες τον περικύκλωσαν περίεργοι να δουν. Και ο Μιχάλης, σηκώνοντας ψηλά, έδειξε το Ιερό Βιβλίο τρυπημένο από τη σφαίρα. Η σφαίρα είχε περάσει το δερμάτινο εξώφυλλο και είχε σφηνωθή στο βιβλίο ως τη μέση.

-Μέγας είσαι, Κύριε! είπε ένας στρατιώτης και σταυροκοπήθηκε.
Ήταν ο Γεράσιμος ο Κεφαλλονίτης. Και οι άλλοι έκαναν το ίδιο. Ο Μιχάλης φίλησε το Ευαγγέλιο και το ξανάβαλε στον κόρφο του.
Η πίστις σώζει, λέγει ένας θείος λόγος. Ο Μιχάλης είχε ασάλευτη πίστη πάντα μέσα του. Από τη μέρα εκείνη σε πολλές μάχες πολέμησε και πολλές φορές κινδύνεψε και στον πρώτο και στο δεύτερο πόλεμο. Αλλά η Χάρη του Θεού και η ευχή της μάνας του τον φύλαξαν.

Όταν έγινε ειρήνη και γύρισαν τα Μηχανικά στον Πειραιά, από τους πρώτους που πήδησαν στην προκυμαία, ήταν κι ένας ψηλός, γιγαντόσωμος λοχίας που έψαχνε με τη ματιά γυρεύοντας τους δικούς του. Μια γυναίκα με νησιώτικη μαντίλα χύθηκε μέσα στο πλήθος κι αγκάλιασε τον λοχία, κλαίοντας από χαρά.

-Μιχάλη μου, παιδί μου! Δόξα να έχη ο Ύψιστος!

Ήταν η κυρά- Δημήτραινα, η Σεριφιώτισσα, που δεχόταν το γιό της νικητή, με δυο γαλόνια στο χέρι.
Τώρα ο Μιχάλης ο Πέλεκας δεν είναι πια στρατιώτης. Πήρε το απολυτήριό του από το στρατό, ξαναγύρισε στο εργοστάσιο και είναι αρχιτεχνίτης.

Ψηλά στο εικονοστάσι, ανάμεσα στα εικονίσματα, ξανάβαλε η κυρά – Δημήτραινα το Ιερό κειμήλιο, που έσωσε τη ζωή του αγαπημένου της παιδιού.


ΠΗΓΗ:
Στέφανος Δάφνης.

Από το Αναγνωστικό της ΣΤ’ τάξεως του Δημοτικού σχολείου.
Εν Αθήναις 1964

Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.