Τι είναι και πως πρέπει να διαβάζεται η ευχή της πίτας του Αγίου Φανουρίου (Φανουρόπιτας);
(Ιωάννου Φουντούλη).
Το έθιμο να προσφέρονται πίτες κατά την μνήμη του αγίου Φανουρίου ή και σε άλλες ημέρες προς τιμήν του, είναι πολύ νεώτερο και μαζί με την τιμή του αγίου αυτού τείνει να γενικευθεί. Ήδη έχει γίνει σχεδόν πανελλήνιο, λόγω ακριβώς των ιδιαιτέρων χαρισμάτων, που αποδίδονται, ιδίως από τον γυναικείο κόσμο, στον άγιο αυτόν, την φανέρωσι δηλαδή των συζύγων ή χαμένων αντικειμένων.
Πρόκειται για μία καθαρώς λαϊκή εκδήλωση, που άλλοι την διακωμωδούν, άλλοι την ανέχονται και άλλοι την κατακρίνουν. Η πιο σωστή ίσως αντιμετώπισις του πράγματος θα ήταν η ανοχή. Πάντοτε σε παρόμοιες περιστάσεις η Εκκλησία ακολουθούσε αυτόν τον δρόμο, αρκεί τα λαϊκά αυτά έθιμα να μη αντίκεινται προς το δόγμα και το αληθινό πνεύμα της θείας λατρείας. Εδώ ουσιαστικά δεν υπάρχει τίποτε το επιλήψιμο˙ μία προσφορά που γίνεται προς τιμήν ενός αγίου, ως αποτέλεσμα κάποιας ευχής – ταξίματος.
Κάτι ανάλογο συνέβαινε στην αρχαία Εκκλησία με τα κολλύρια και το σεμιγδάλι, που κατεσκεύαζαν αι γυναίκες προς τιμήν της Θεοτόκου κατά την επομένη των Χριστουγέννων «προφάσει τιμής δήθεν λοχείων της αχράντου Παρθενομήτορος». Το έθιμο αυτό κατακρίνουν οι Πατέρες και απαγορεύει με ποινή καθαιρέσεως για τους κληρικούς και αφορισμού για τους λαϊκούς η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος (Κανών οθ’). Άλλ’ η απαγόρευσις δεν γίνεται για την προσφορά αυτήν καθ’ εαυτήν, αλλά για την σύνδεσί της με τον αλόχευτο τόκο της Παναγίας που εξωμοιώνετο κατ’ αυτόν τον τρόπο με την συνήθη φυσική λοχεία των γυναικών.
Αν η Εκκλησία νόμιζε ότι με την προσφορά της πίττας νοθεύεται κατά κάποιο τρόπο η πνευματική μας λατρεία ή θίγεται το δόγμα, θα μπορούσε εγκαίρως να λάβη τα ενδεικνυόμενα μέτρα, κατά την αρχή που θέτει ο κανών που αναφέραμε πιο πάνω: «τους εξ αγνοίας πράττοντάς τι των ου δεόντων διορθώσει καθυποβάλλομεν». Χωρίς όμως να θέλω να κάμω τον συνήγορο της απλοϊκής αυτής εκδηλώσεως της τιμής προς τον άγιο, που θα ήταν ομολογουμένως προτιμότερο να είχε άλλα πνευματικώτερα ελατήρια και πιο αδιάβλητο μορφή, δεν νομίζω ότι αυτή υποκρύπτει κάποιον κίνδυνο ή κάποια πλάνη. Παρόμοιες εξ άλλου προσφορές προς τιμήν των αγίων, άρτου, καρπών, οίνου, «θυμάτων» κλπ. έχουν ή είχαν υιοθετηθή από την Εκκλησία και ανάλογες ευχές ευλογίας των προσφορών αυτών υπάρχουν και στα χειρόγραφα και στα έντυπα ακόμη Ευχολόγιά μας.
Στο ερώτημα ποία ακολουθία πρέπει να τελήται και ποία ειδικώς ευχή πρέπει να διαβάζεται, η απάντησις παρουσιάζει ωρισμένες δυσκολίες. Συνήθως αν η ευλόγησις γίνη ανεξαρτήτως από άλλη ακολουθία λέγεται το «Ευλογητός ο Θεός…» και τρισάγιο, ακολουθεί το απολυτίκιο του αγίου «Ουράνιον εφύμνιον…» και εις το «Δόξα και νυν» το θεοτοκίο «Τη πρεσβεία, Κύριε, πάντων των αγίων…», αναγιγνώσκεται η ευχή και η όλη ακολουθία κατακλείεται, όπως συνήθως, με απόλυσι, στην οποία μνημονεύεται και ο άγιος. Αν η ευλόγησις επισυνάπτεται σε κάποια άλλη ακολουθία, εσπερινό, όρθρο ή και στην θεία λειτουργία, λέγονται μόνο τα απολυτίκια και η ευχή. Όσον αφορά όμως στην ευχή, τα πράγματα περιπλέκονται, γιατί δεν υπάρχει ειδική ευχή στα έντυπα Ευχολόγια και θα ήταν μάταιο να αναζητηθή και στα χειρόγραφα. Συνήθως άλλοι από τους ιερείς διαβάζουν την ευχή «επί ευλόγησιν κολύβων εορταζομένου αγίου» και άλλοι την ευχή της αρτοκλασίας.
Αλλά η πρώτη («Ο πάντα τελεσφορήσας τω λόγω σου Κύριε…») κάμνει μεν λόγο για προσφορά προς τιμήν αγίου («εις τιμήν και μνήμην του αγίου δείνος, ταύτα προετέθησαν… και τοις την μνήμην επιτελούσι… του αγίου δείνος, ου και την μνήμην επιτελούμεν»), αλλά ούτε «σπέρματα και διάφοροι καρποί» είναι τα προσφερόμενα, ούτε «εις μνημόσυνον των εν ευσεβεί τη πίστει τελειωθέντων» παρατίθενται. Ακόμη και η αρχή της ευχής («κελεύσας τη γη παντοδαπούς εκφύειν καρπούς… ο τοις σπέρμασι τους τρεις Παίδας και Δανιήλ…») υπαινίσσεται όχι άρτους, αλλά σπέρματα και καρπούς. Η ευχή της αρτοκλασίας («Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, ο ευλογήσας τους πέντε άρτους εν τη ερήμω…»), που λέγεται στην προκειμένη περίπτωσι από τους περισσοτέρους ιερείς, είναι η σχετικώς πιο κατάλληλος, με την προϋπόθεσι, ότι πρέπει να παραλείπεται από την ευχή η φράσις «τον σίτον, τον οίνον και το έλαιον».
Ως προς την χρήσι της ευχής αυτής εκτός της αρτοκλασίας και την διασκευή της υπάρχει και το προηγούμενο της χρησιμοποιήσεώς της κατά τα χειρόγραφα και κατά την σημερινή μοναστηριακή πράξι ως ευχής «επί σπόρου» («ευλόγησον και τον σπόρον τούτον και πλήθυνον αυτόν») και ως ευχής ευλογίας της ζύμης («ευλόγησον και την ζύμην ταύτην και πλήθυνον αυτήν»). Έτσι δια της ευχής αυτής θα ζητήται η ευλογία των προσφερομένων άρτων, γιατί περί άρτων ουσιαστικά πρόκειται, και ο αγιασμός των εξ αυτών μεταλαμβανόντων πιστών.
Θα ήταν βέβαια προτιμότερο, εφ’ όσον θα εκρίνετο από τους αρμοδίους σκόπιμο, να συνταχθή μία σύντομος και όσο το δυνατόν απλουστέρα ευχή για να διευκολύνωνται οι ιερείς μας και να ικανοποιήται η πρόθεσις των προσφερόντων πιστών˙ αλλά και με την ευχή της αρτοκλασίας μπορεί να οικοδομηθή η έλλειψις αυτή. Ευχήν «επ’ ευλογία πίττας του αγίου Φανουρίου» συνέταξεν ο σεβ. Μητροπ. Μαρωνείας κ. Τιμόθεος Ματθαιάκης («Ευχαί εις διαφόρους περιστάσεις», εν Αθήναις 1971, σελ. 79-80).
ΠΗΓΗ: <Από το βιβλίο του αειμνήστου Καθηγητού της Θεολογικής σχολής του Α.Π.Θ., Ιωάννου Μ. Φουντούλη: Απαντήσεις εις Λειτουργικάς απορίας. Τόμος Α’. ΣΤ’ έκδοσις.>
Εκδόσεις της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι, 1991.