ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ

Κι ἀπ᾿ τὸ μέλι γλυκύτερα...

Ὁ ἱερὸς Ψαλμωδὸς αἰσθανόταν τέτοια γλυκύτητα ἀπὸ τὴ μελέτη τοῦ θείου λόγου, ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ τοῦ χαρίσει παρόμοια αἴσθηση οὔτε τὸ γλυκύτερο μέλι. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ γλύκαινε τὸ νοητὸ λάρυγγα τῆς ψυχῆς του. Τοῦ προξενοῦσε ἀγαλλίαση καὶ εὐφροσύνη! Στὸν 118ο Ψαλμὸ καταθέτει τὴν προσωπικὴ ἐμπειρία του: «Ὡς γλυκέα τῷ λάρυγγί μου τὰ λόγιά σου, ὑπὲρ μέλι τῷ στόματί μου» (Ψαλ. ριη΄ [118] 103). Πόσο γλυκὰ εἶναι τὰ θεῖα Σου λόγια στὴν ψυχή μου ὅταν τὰ μελετῶ, καὶ στὸ λάρυγγά μου ὅταν τὰ ἐκφωνῶ! Εἶναι ἀσυγκρίτως ἀνώτερα καὶ γλυκύτερα ἀπ᾿ ὅ,τι τὸ μέλι στὸ στόμα μου.


Παρατηροῦν οἱ ἱεροὶ Ἑρμηνευτὲς ὅτι χρησιμοποιεῖ τὸ παράδειγμα τοῦ μέλιτος, διότι ὅταν θέλουμε νὰ ποῦμε ὅτι κάτι εἶναι πολὺ γλυκό, λέμε πὼς εἶναι μέλι. Ἀλλὰ τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀσυγ­κρίτως γλυκύτερα κι ἀπὸ τὸ γλυκύτερο μέλι. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος τονίζει ὅτι ἡ γλυκύτητα τοῦ μέλιτος ἀμαυρώνεται καὶ ἐπισκιάζεται ἀπὸ τὴ γλυκύτητα τῶν θείων λόγων.

Ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ πιστοὶ ποὺ ἀγαποῦν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ τὴν ἴδια πνευματικὴ ἐμπειρία καταθέτουν: «Οὐχ οὕτως ἡδύνει μου τὴν τοῦ στόματος αἴσθησιν ἡ γλυκύτης τοῦ μέλιτος, ὡς εὐφραίνει μου τὴν ψυχὴν ἡ τῶν θείων λογίων μελέτη». Δὲν καθιστᾶ τόσο πολὺ εὐχάριστη τὴν αἴσθηση τοῦ στόματός μου ἡ γλυκύτητα τοῦ μέλιτος, ὅσο εὐφραίνει τὴν ψυχή μου ἡ μελέτη τοῦ θείου λόγου, σημειώνει ὁ ἑρμηνευτὴς Θεοδώρητος.

Πράγματι· παίρνουμε στὰ χέρια μας νὰ μελετήσουμε τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο καὶ αἰσθανόμαστε τὴ γλυκύτητα τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ. Τί γλυκά, τί ὡραῖα, τί ὑψηλὰ νοήματα! Συνεπαρμένοι ἀναφωνοῦμε: «Ὢ βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ γνώσεως Θεοῦ! ὡς ἀνεξερεύνητα τὰ κρίματα αὐτοῦ καὶ ἀνεξιχνίαστοι αἱ ὁδοὶ αὐ­τοῦ!» (Ρωμ. ια΄ [11] 33). Τί σοφία ἀποστάζουν τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ! Σὲ κάνουν πιὸ σοφὸ κι ἀπ᾿ τοὺς σοφούς, τοὺς ἔμπειρους, τοὺς ἡλικιωμένους: «Ὑπὲρ πρεσβυτέρους συνῆκα, ὅτι τὰς ἐντολάς σου ἐξεζήτησα» (Ψαλ. ριη΄ [118] 100). Μελετώντας τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ ξεπέρασα σὲ σύνεση καὶ σὲ γνώση ἀκόμη καὶ τοὺς γεροντοτέρους μου, οἱ ὁποῖοι προβάλλουν τὴν πείρα τους ὡς πηγὴ τῆς σοφίας τους.

Τὴν γλυκύτητα τοῦ θείου λόγου τὴν αἰσθανόμαστε καὶ διότι χύνει βάλσαμο παρηγοριᾶς στὶς πονεμένες καρδιές μας. Εἴμαστε θλιμμένοι καὶ μᾶς παρηγορεῖ, ἀπογοητευμένοι καὶ μᾶς ἐνθαρρύνει, ταραγμένοι καὶ μᾶς εἰρηνεύει, κουρασμένοι καὶ μᾶς ξεκουράζει, «κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι» καὶ μᾶς ἀ­ναπαύει, βαρυπενθοῦντες καὶ μᾶς γεμίζει μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς Ἀναστάσεως. Μᾶς βεβαιώνει ὅτι δὲν τελειώνουν ὅλα στὸν τάφο: «Νυνὶ δὲ Χριστὸς ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο» (Α΄ Κορ. ιε΄ [15] 20).

Ἐπίσης τὴν γλυκύτητα τοῦ θείου λόγου τὴν αἰσθανόμαστε καὶ ὡς πνευμα­τικὴ τροφὴ ποὺ μᾶς χορταίνει, ὡς πνευματικὸ ποτὸ ποὺ μᾶς εὐφραίνει. Ὁ ἄν­θρωπος δὲν τρέφεται μόνο μὲ ψωμί. Τρέφεται καὶ μὲ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι ἐξαίρετη πνευματικὴ τροφή, ἀσυγ­κρίτως ἀνώτερη ἀπὸ κάθε ὑλικὴ τροφή.
Βεβαίως τὴν γλυκύτητα τοῦ θείου λόγου δὲν τὴν αἰσθάνονται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ὅπως διευκρινίζουν οἱ ἱεροὶ Ἑρμηνευτές, παρὰ μόνο ὅσοι ἔχουν «ὑγιῆ καὶ ἐρρωμένα (=ἰσχυρὰ καὶ ρωμαλέα) τὰ αἰσθητήρια τῆς ψυχῆς». Στοὺς πνευματικὰ ἀσθενεῖς ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ φαίνεται πικρός, ὅπως καὶ τὸ ὑλικὸ μέλι στοὺς σωματικὰ ἀσθενεῖς φαίνεται πικρὸ καὶ ἀηδέστατο.

Ὁ σοφὸς Παροιμιαστὴς σὲ μιὰ ὡραιότατη Παροιμία μᾶς προτρέπει νὰ τρῶμε μέλι: «Φάγε μέλι, υἱέ, ἀγαθὸν γὰρ κηρίον, ἵνα γλυκανθῇ σου ὁ φάρυγξ» (Παρ. κδ΄ [24] 13). Φάγε μέλι, παιδί μου, διότι ἡ κηρήθρα εἶναι ὡραία καὶ ὠφέλιμη· φάγε γιὰ νὰ γλυκαθεῖ ὁ φάρυγγάς σου. Διότι «οὕτως αἰσθήσῃ σοφίαν τῇ σῇ ψυχῇ» (στίχ. 14), ἔτσι θὰ αἰσθανθεῖς στὴν ψυχή σου τὴν γλυκύτητα τῆς θείας σοφίας. Στὸ στίχο αὐτὸ δὲν ὑπονοεῖται τὸ ὑλικὸ μέλι, ἀλλὰ τὸ πνευματικὸ μέλι, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ.

Ὑλικὸ μέλι δὲν μποροῦμε νὰ φᾶμε πολύ, διότι ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ κατανάλωσή του μπορεῖ καὶ νὰ ἀρρωστήσουμε. Ἀλλὰ πνευματικὸ μέλι μποροῦμε νὰ τρῶμε ὅσο θέλουμε. Ὄχι μόνο δὲν θὰ ἀρρωστήσουμε, ἀλλὰ καὶ ἂν ὑπάρχει κάποια ἀσθένεια, εἶναι δυνατὸν νὰ τὴν ἀποδιώξουμε, σημειώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Κι ἀκόμη προσθέτει ὅτι ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ κατανάλωση τοῦ μέλιτος αἰσθανόμαστε τὸ αἴσθημα τοῦ κορεσμοῦ. Ἐνῶ ἀπὸ τὴ μελέτη τοῦ θείου λόγου δὲν αἰσθανόμαστε ποτὲ τὸ αἴσθημα κορεσμοῦ. Ἀπεναντίας, ἐπιθυμοῦμε νὰ ἐντρυφήσουμε σ᾿ αὐτὸν περισσότερο.

Νὰ ἀγαπήσουμε λοιπὸν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τὸν μελετοῦμε ἡμέρα καὶ νύκτα, γιὰ νὰ γλυκαίνεται ἡ ψυχή μας, νὰ ὠφελούμαστε πνευματικὰ καὶ νὰ εὐφραινόμαστε. Ἂν ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ δὲν γεύθηκαν ἀκόμη τὴ γλυκύτητα τοῦ θείου λόγου, ἂς δοκιμάσουν κι αὐτοί. Δὲν πρόκειται νὰ ζημιωθοῦν, ἀλλὰ θὰ βγοῦν ὠφελημένοι καὶ θὰ ὁμολογοῦν ἀπὸ προσωπικὴ ἐμπειρία τους ὅτι τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ εἶναι πιὸ γλυκὰ κι ἀπ᾿ τὸ κηρόμελο, «ἐπιθυμητὰ ὑπὲρ χρυσίον καὶ λίθον τίμιον πολὺν καὶ γλυκύτερα ὑπὲρ μέλι καὶ κηρίον» (Ψαλ. ιη΄ [18] 11).

Περιοδικό “Ὁ Σωτήρ”, τ. 2159 (15 Ἰουλίου 2017)