Πότε πρέπει να γίνεται το Κήρυγμα;


Πότε πρέπει να γίνεται το Κήρυγμα κατά την διάρκεια της Θείας Λειτουργίας;
Mόνο μετά το Ευαγγέλιο ή κατ' οικονομίαν κατά το Κοινωνικό.
(Ιωάννου Ν. Φουντούλη).


Η κανονική θέσις του κηρύγματος στην θεία λειτουργία είναι ευθύς αμέσως μετά την ανάγνωση του ιερού Ευαγγελίου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, την ανάγνωση του ιερού κειμένου ακολουθεί η ερμηνεία του, ο σχολιασμός του και η εξαγωγή των διδαγμάτων, που συνάγονται από τις περικοπές που έχουν αναγνωσθεί και που οι λόγοι των ηχούν ακόμη στα αυτιά των ακροατών. Έτσι ολοκληρώνεται το πρώτο, το διδακτικό μέρος της λειτουργικής συνάξεως.

Αυτό ακριβώς εγίνετο ανέκαθεν στην χριστιανική Εκκλησία, κατά το παράδειγμα εξ άλλου της πράξεως της Ιουδαϊκής συναγωγής. Η τάξις αυτή της συναγωγής μαρτυρείται και από τον ευαγγελιστή Λουκά, κατά την περιγραφή του πρώτου κηρύγματος του Κυρίου στην Ναζαρέτ. Ο Κύριος ανέγνωσε πρώτα την περικοπή του Ησαΐου «Πνεύμα Κυρίου επ’ εμέ…» και κατόπιν εξ αφορμής της περικοπής αυτής «ήρξατο λέγειν προς αυτούς…» (Λουκά δ’, 16-27). Και ο Ιουστίνος ο φιλόσοφος και μάρτυς (+165) περιγράφοντας την σύναξη των χριστιανών κατά την Κυριακή, λέγει ότι μετά την ανάγνωση των περικοπών εκ της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης «παυσαμένου του αναγιγνώσκοντος, ο προεστός δια λόγου την νουθεσίαν και πρόκλησιν της των καλών τούτων μιμήσεως ποιείται» (Α’ Απολογία, κεφ. 67). Οι κατηχούμενοι, που παρακολουθούσαν την θεία λειτουργία, άκουαν τα αναγνώσματα και το κήρυγμα και μετά από αυτό και τις δεήσεις υπέρ αυτών που επακολουθούσαν, αποχωρούσαν για να συνεχισθεί η τέλεσις του μυστηρίου, παρουσία μόνον των πιστών. Η σύνδεσις αυτή αναγνωσμάτων και κηρύγματος διετηρήθη πάντοτε στην Εκκλησία, μέχρι σχεδόν και τις ημέρες μας.

Κατά τους νεωτάτους όμως χρόνους στην Εκκλησία μας άρχισε να συνηθίζεται η μετάθεσις του κηρύγματος από την αρχική του θέση στην ώρα του κοινωνικού. Αυτό γίνεται για δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος είναι ότι κατά την ανάγνωση του Ευαγγελίου δεν έχουν ακόμη προσέλθει στον ναό όλοι οι πιστοί, ενώ κατά την ώρα του κοινωνικού και οι περισσότερο καθυστερημένοι είναι παρόντες. Ο δεύτερος λόγος πρέπει να αναζητηθεί στην τάσι προς συντομία, που ιδιαιτέρως χαρακτηρίζει την εποχή μας. Όταν το κήρυγμα γίνει κατά την ώρα που θα εψάλλετο το κοινωνικό, κερδίζονται ασφαλώς ολίγα λεπτά και η διάρκεια της όλης ακολουθίας δεν παρατείνεται τόσο, όσο αν η ομιλία εγίνετο μετά από το ευαγγέλιο. Οι δύο αυτοί λόγοι είναι αρκετά σοβαροί, γι’ αυτό και συνηθέστερα ακούεται το κήρυγμα στο κοινωνικό παρά στο ευαγγέλιο. Σ’ αυτό εβοήθησε και το γεγονός, ότι το κήρυγμα δεν γίνεται τις περισσότερες φορές από τον ιερουργούντα κληρικό, όπως παλαιότερα, πράγμα που θα τον εμπόδιζε να ομιλήσει κατά το κοινωνικό. 

Πρέπει όμως να τονισθή, ότι η λύσις αυτή δεν είναι η ενδεδειγμένη και θα ήτο προτιμότερο να υποστούμε τα μειονεκτήματα της ορθής πράξεως, παρά να επωφεληθούμε από τα αμφίβολα πλεονεκτήματα της μεταθέσεως. Λέγω «αμφίβολα», γιατί η οικονομία του χρόνου, όταν το κήρυγμα διατηρείται στα φυσιολογικά χρονικά του όρια, δεν είναι και τόσο σημαντική και μπορεί να θεραπευθεί, όταν η ψαλμωδία είναι συντομωτέρα ή όταν ληφθεί πρόνοια η ακολουθία να αρχίζει πέντε ή δέκα λεπτά ενωρίτερα. Δεύτερον, η προσέλευσις των πιστών κανονικώς πρέπει να έχει γίνει τουλάχιστον προ της ενάρξεως των αναγνωσμάτων. Βεβαίως πάντοτε θα υπάρχουν και οι καθυστερημένοι, αλλά θα ήταν προτιμότερο να συνηθίσωμε τον λαό να προσέρχεται κατά την κανονική ώρα στην εκκλησία και σ’ αυτό θα συντελούσε πολύ ένα καλό κήρυγμα, που ασφαλώς θα έκαμνε τους πιστούς να επισπεύσουν την μετάβασί των στον ναό για να μη το στερηθούν.

Οι λόγοι που συνηγορούν στο να προτιμάται η ορθή πράξις είναι κυρίως λειτουργικοί. Εκτός της λογικώς και ιστορικώς μαρτυρουμένης θέσεως του κηρύγματος μετά από τα αναγνώσματα, για την οποία κάμαμε λόγο στην αρχή της απαντήσεως, η ώρα του κοινωνικού δεν προσφέρεται ως ο κατάλληλος χρόνος για την μετάθεσή του κατ’ αυτή. Το κοινωνικό είναι ύμνος που αποσκοπεί αφ’ ενός μεν να καλύψει τον χρόνο που απαιτείται για την κοινωνία του ιερέως, αφ’ ετέρου δε στο να προπαρασκευάσει τους πιστούς στην θεία μετάληψη. Δεν πρέπει να λησμονούμε, ότι η θεία λειτουργία τελείται για να κοινωνήσουν οι πιστοί. Αυτό δε το σημείο της όλης ιερουργίας, είναι το κατ’ εξοχήν κατάλληλο για την προπαρασκευή του πιστού, την αυτοσυγκέντρωσή του, την εν κατανύξει δέησή του προ του ιερωτάτου μυστηρίου, του οποίου κοινωνός θα γίνει εντός ολίγου. Ασφαλώς τέτοιες σκέψεις μπορεί να προκαλέσει και ένα καλό μυσταγωγικό κήρυγμα. Αλλά ο λόγος δεν αφορά πάντοτε στην προσέλευση στην θεία κοινωνία και όσο και επιτυχής και αν είναι δεν θα δώσει αυτό που απαιτείται για τον χρόνο αυτόν. Θα φέρει οπωσδήποτε μία διάσπαση στην τέλεση του μυστηρίου, μία παρέκβαση στην ιερουργία, που αν μη τι άλλο δεν θα διευκολύνει τον πιστό στο να σκέπτεται αποκλειστικώς και μόνο την αθάνατο τράπεζα του Κυρίου, της οποίας θα κληθεί να μετάσχει. 

Και κάτι άλλο ακόμη˙ όταν το κήρυγμα γίνεται στο κοινωνικό, δεν θα ήταν υπερβολικό να λέγαμε, ότι δίδεται η εντύπωσις ότι αυτό αφορά μόνο στον λαό και όχι και στον ιερέα, που απησχολημένος την ώρα εκείνη, από την κοινωνία του και τις πράξεις και τις ευχές που προηγούνται και που την συνοδεύουν, δεν ακούει ούτε, και αν ήθελε, θα μπορούσε να παρακολουθήσει τα λεγόμενα. Αυτό όμως δεν είναι ορθό. Αντιθέτως, αν το κήρυγμα γίνει μετά το ευαγγέλιο, ολόκληρος η κοινότης με επί κεφαλής το πνευματικό της ποιμένα κάθεται και ακροάται τον λόγο του Θεού, που εξαγγέλλεται, αν όχι από τον ίδιο τον προεστώτα, τουλάχιστον από πρόσωπο που τον αναπληρώνει στο ιερώτατο έργο της εξαγγελίας του λόγου του Θεού και της ερμηνείας του ευαγγελίου της αληθείας Του.

Για τους λόγους αυτούς θα μπορούσαμε εν συμπεράσματι να ειπούμε, ότι μόνον ως εξαίρεσις εις εκτάκτους περιστάσεις και κατ’ οικονομίαν θα μπορούσε να γίνει το κήρυγμα κατά το κοινωνικό. Η ορθή του θέσις ευρίσκεται στο διδακτικό μέρος της λειτουργικής συνάξεως, αμέσως μετά τα αναγνώσματα. Αυτό παρουσιάζει σήμερα στην πράξη ορισμένα μειονεκτήματα. Αλλά ούτε αυτά είναι τόσα ώστε να καθιστούν απαραίτητο την μετάθεσή του, ούτε τα πλεονεκτήματα της μεταθέσεως υπερτερούν από τα μειονεκτήματα της μη μεταθέσεώς του κατά την ώρα του κοινωνικού. Θα ήταν επίσης μάταιο να αναζητηθεί άλλος χρόνος γι’ αυτό, τουλάχιστον στα μέρη μας. 

Στις σλαβικές εκκλησίες συνηθίζουν οι λειτουργοί να ομιλούν προ της απολύσεως. Η λύσις αυτή συνδυάζει και τα πλεονεκτήματα της μεταθέσεως και αποφεύγονται τα μειονεκτήματα του κηρύγματος κατά το κοινωνικό. Αλλά η ειδική μας ψυχοσύνθεσις είναι κάπως διαφορετική. Δεν διαθέτομε τόση υπομονή, όση θα χρειάζεται για να παρακολουθήσομε με ψυχραιμία και το καλλίτερο ακόμη κήρυγμα, που θα γινόταν την ώρα που έχομε συνηθίσει να ετοιμαζόμαστε για αναχώρηση. Εξ άλλου αυτό δεν έχει δοκιμασθεί στην πατρίδα μας. 

<Πηγή:
Από το βιβλίο του αειμνήστου Καθηγητού της Θεολογικής σχολής του Α.Π.Θ., Ιωάννου Μ. Φουντούλη: Απαντήσεις εις Λειτουργικάς απορίας. Τόμος Α’. ΣΤ’ έκδοσις.

Εκδόσεις της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι, 1991.>