Ὁ δρόμος τῆς σωτηρίας

Ὁ δρόμος τῆς σωτηρίας:  Ἀγώνας
Κάποτε ρώτησε τὸν Χριστὸ κάποιος: «Κύριε, εἰ ὀλίγοι οἱ σῳζόμενοι;». Καὶ ὁ Κύριος ἀντὶ ἄλλης ἀπαντήσεως εἶπε: «Ἀ­γωνίζεσθε εἰσελθεῖν διὰ τῆς στενῆς πύλης· ὅτι πολλοί, λέγω ὑμῖν, ζητήσουσιν εἰσελθεῖν καὶ οὐκ ἰσχύσουσιν» (Λουκ. ιγ΄ [13] 23, 24).


Ἀπέφυγε ὁ Κύριος νὰ δώσει ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα ἐὰν πολλοὶ ἢ λίγοι σώζον­ται. Αὐτὸ ἱκανοποιοῦσε ἁπλὴ περιέργεια. Εἶπε ὅμως κάτι ὠφέλιμο καὶ οὐσιαστικό, τὸ ὁποῖο πολὺ πρέπει κι ἐμεῖς νὰ προσέξουμε: «Ἀγωνίζεσθε εἰσελθεῖν». Πρέπει νὰ καταβάλλετε προσπάθειες καὶ ἀγώνα γιὰ νὰ ἀπαρνηθεῖτε τὶς κακές σας συνήθειες καὶ τὴν ἁμαρτωλή σας ζωή, ὥστε νὰ μπορέσετε νὰ σωθεῖτε καὶ νὰ εἰσέλθετε στὸν Παράδεισο, τοῦ ὁποίου ἡ πύλη εἶναι στενὴ καὶ δὲν χωρᾶμε νὰ περάσουμε ἀπὸ αὐτὴν φορτωμένοι μὲ τὰ πάθη μας. Πρέπει, συνεχίζει ὁ Κύριος, νὰ καταβάλλετε αὐτὸ τὸν ἀγώνα, γιατὶ σᾶς βεβαιώνω ὅτι πολλοὶ μὲ χαλαρὴ διάθεση θὰ ζητήσουν νὰ εἰσέλθουν, καὶ ἐπειδὴ δὲν ἔχουν τὴν ἀπόφαση νὰ ἀγωνιστοῦν, δὲν θὰ μπορέσουν νὰ τὸ ἐπιτύχουν.


Καὶ ὅταν περάσει ἡ ὥρα καὶ σηκωθεῖ ὁ οἰκοδεσπότης τῆς Βασιλείας καὶ κλείσει τὴν πόρτα – πράγμα ποὺ θὰ γίνει κατὰ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου γιὰ τὸν καθένα μας καὶ κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία γιὰ ὅ­λους μας – τότε θὰ ἀρχίσετε νὰ στέκεσθε ἀπʼ ἔξω καὶ νὰ χτυπᾶτε τὴν πόρτα λέγον­τας: Κύριε, Κύριε, ἄνοιξέ μας. Κι Ἐκεῖνος θὰ σᾶς ἀπαντήσει καὶ θὰ σᾶς πεῖ: Δὲν σᾶς ξέρω ἀπὸ ποῦ εἶσθε καὶ δὲν σᾶς ἀναγνωρίζω ποτὲ σὰν φίλους καὶ σπιτικούς μου. Φύγετε μακριὰ ἀπὸ μένα, γιατὶ ποτὲ δὲν κάνατε τὸ θέλημά μου (Λουκ. ιγ΄ [13] 25-27).


Δὲν φθάνει, λοιπόν, μόνο νὰ μετανοοῦμε γιὰ τὰ λάθη μας καὶ νὰ συναισθανόμαστε τὴν ἁμαρτωλότητά μας, ἀλλὰ πρέπει καὶ νὰ ἀγωνιζόμαστε σθεναρὰ γιὰ νὰ ἀποβάλουμε τὰ πάθη καὶ τὶς κακίες μας. Νὰ νεκρώνουμε τὰ ἁμαρτωλά μας θελήματα. Καὶ νὰ στολίζουμε τὴν ψυχή μας μὲ τὶς ἀρετές.


Πολὺ χαρακτηριστικὰ τὸ ὑπογραμμίζει αὐτὸ ἡ Α΄ Εὐχὴ τῶν Πιστῶν τῆς Προηγιασμένης θείας Λειτουργίας: «Ὀφθαλμὸς μὲν ἀπέστω παντὸς πονηροῦ βλέμματος, ἀκοὴ δὲ λόγοις ἀργοῖς ἀνεπίβατος, (ἀπλησίαστη), ἡ δὲ γλῶσσα καθαρευέτω ρημάτων ἀπρεπῶν», τὰ χείλη μας ποὺ ὑμνοῦν τὸν Κύριο νὰ εἶναι ἐξαγνισμένα καὶ καθαρὰ καὶ τὰ χέρια νὰ ἀπέχουν ἀπὸ φαῦλες πράξεις.


Γιʼ αὐτὸ ὁ Κύριος παραγγέλλει: «Ἡ βα­σιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται, καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν» (Ματθ. ια΄ [11] 12). Ὁ Παράδεισος κερδίζεται μὲ βία, καὶ ἐκεῖνοι ποὺ μεταχειρίζονται σπουδὴ καὶ βία στὸν ἑαυτό τους, τὸν ἁρπάζουν γρήγορα καὶ τὸν ἀπολαμβάνουν.

Αὐτὸ τὸν ὡραῖο ἀγώνα, γιὰ νὰ κερδίσουν τὸ βραβεῖο τῆς Βασιλείας τῶν οὐ­ρανῶν, τὸν ἔκαναν ὅλοι οἱ Ἅγιοι. Τὸν ἔ­κανε μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Γράφει στοὺς Χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου: «Ὑποπιάζω μου τὸ σῶμα καὶ δουλαγωγῶ, μήπως ἄλλοις κηρύξας αὐτὸς ἀδόκιμος γένωμαι» (Α΄ Κορ. θ΄ 27)· ταλαιπωρῶ τὸ σῶμα μου καὶ τὸ μεταχειρίζομαι σὰν δοῦλο, γιὰ νὰ μὴν ἀποδοκιμαστῶ καὶ ἀποδειχθῶ ἀνάξιος γιὰ τὸ βραβεῖο, ἐγὼ ὁ ἴδιος ποὺ κήρυξα σὲ ἄλλους καὶ μὲ τὴ δική μου προτροπὴ καὶ διδασκαλία ἔλαβαν αὐτοὶ τὸ βραβεῖο.


Ἐάν, λοιπόν, ἕνας ἀπόστολος Παῦλος φοβόταν μήπως φανεῖ ἀνάξιος καὶ χάσει τὸν Παράδεισο, γιʼ αὐτὸ καὶ ταλαιπωροῦσε τὸ σῶμα του καὶ τὸ μεταχειριζόταν σὰν δοῦλο, ἐμεῖς τί πρέπει νὰ κάνουμε; Πόσο περισσότερο πρέπει νὰ φοβόμαστε μήπως ἐκπέσουμε τοῦ Παραδείσου; Νὰ ἀποβάλουμε λοιπὸν κάθε ἀλαζονικὴ ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό μας, καὶ μὲ φόβο Θεοῦ, ζητώντας τὸ ἔλεος καὶ τὴ Χάρη Του, νὰ ἀγωνιζόμαστε «τὸν καλὸν ἀγῶ­να τῆς πίστεως» (Α΄ Τιμ. ς΄ 12) μὲ στραμμένα τὰ βλέμματά μας στὸν πάντερπνο Παράδεισο, ποὺ ἔχει ἑτοιμάσει ὁ Θεὸς γιὰ ὅσους Τὸν ἀγαποῦν.


Τελικὸ συμπέρασμα: Διπλὴ ἡ προσ­πάθειά μας: νὰ γνωρίσουμε βαθύτερα τὸν ἑαυτό μας, ὥστε νὰ ἀποκτήσουμε συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητός μας, γιὰ νὰ ζητοῦμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ· ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν προτροπὴ τοῦ Κυρίου «ἀ­γωνίζεσθε εἰσελθεῖν», νὰ ἀγωνιζόμαστε νὰ νεκρώσουμε τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο μὲ τὰ πάθη του καὶ νὰ στολισθοῦμε μὲ τὶς ἀρετές, γιὰ νὰ ἀξιωθοῦμε, Χάριτι θείᾳ, νὰ ἐπιτύχουμε τὴ σωτηρία μας καὶ νὰ ἀπολαύσουμε τὴ χαρὰ τοῦ Παραδείσου.